07 Ιούλ Μαργκότ Φοντέιν (Margot Fonteyn) Posted at 00:02h in Uncategorized, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ by Lectures Bureau 0 Likes Share Η Μαργκότ Φοντέιν (Margot Fonteyn, 18 Μαΐου 1919 – 21 Φεβρουαρίου 1991) ήταν Αγγλίδα μπαλαρίνα. Θεωρείται ευρέως ως μία από τις σημαντικότερες χορεύτριες κλασικού μπαλέτου όλων των εποχών. Πέρασε ολόκληρη την καριέρα της ως χορεύτρια του βρετανικού Βασιλικού Μπαλέτου. Η Μαργκότ Φοντέιν γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1919 στην Αγγλία ως Μάργκαρετ Ε. Χούκαμ (Margaret Evelyn Hookham), ένα όνομα που άλλαξε όταν ξεκίνησε την καριέρα της στον χορό. Τα πρώτα βήματα στον χορό τα έκανε στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων και δεν σταμάτησε να ασχολείται με τον χορό παρά μόνο όταν έφτασε στην ηλικία των 67 χρόνων. Στα οκτώ της χρόνια αναγκάστηκε να ακολουθήσει την οικογένειά της στη Σαγκάη, όπου οι γονείς της βρήκαν εργασία σε μια εταιρεία καπνού. Επέστρεψε οριστικά το 1933 και σπούδασε στο Λονδίνο κοντά στη Σεραφίνα Αστάφιεβα.Το 1934 έγινε μέλος των μπαλέτων Βικ-Γουέλς (μετέπειτα μπαλέτο Σάντλερς Γουέλς και στη συνέχεια Βασιλικά Μπαλέτα), τον επόμενο χρόνο διαδέχθηκε σε ορισμένους ρόλους τη διάσημη Αγγλίδα χορεύτρια Αλίσια Μάρκοβα και μέχρι το 1940 είχε αναδειχθεί σε πρίμα μπαλαρίνα του συγκεκριμένου μπαλέτου. Η Φοντέιν έκανε το ντεμπούτο της στον Καρυοθραύστη το 1934 και μέχρι το 1961, αναδείχθηκε σε μία από τις πλέον γνωστές μπαλαρίνες στον κόσμο, κάνοντας μια λαμπρή καριέρα. Στα 9 της χρόνια ακολούθησε την οικογένειά της στη Σανγκάη όπου οι γονείς της είχαν βρει εργασία σε μια εταιρεία καπνού, έχοντας προηγουμένως περάσει μικρά διαστήματα σε άλλες πόλεις της Κίνας. Εκεί η μικρή Πέγκι, όπως την αποκαλούσαν τότε, συνέχισε τα μαθήματα χορού με τον ρώσο εμιγκρέ Γκιόργκι Γκοντσάροφ, η παρτενέρ του οποίου Βέρα Βόλκοβα άσκησε αργότερα μεγάλη επίδραση στην καριέρα της, αφού εκείνη την εποχή δεν σκεφτόταν να γίνει χορεύτρια και ήταν μάλλον «χλιαρή» μαθήτρια. Ηταν όμως ανταγωνιστική και το γεγονός ότι στην τάξη της το επίπεδο ήταν υψηλό την έσπρωχνε να προσπαθήσει περισσότερο… Σε ηλικία 14 ετών επέστρεψε με τη μητέρα της στην Αγγλία προκειμένου να «κυνηγήσει» μια καριέρα στον χορό. Την επόμενη χρονιά, το 1934, έγινε μέλος των μπαλέτων Vic-Wells (το κατοπινό μπαλέτο Sadler’s Wells και στη συνέχεια Βασιλικό Μπαλέτο) ενώ την ίδια χρονιά ο πατέρας της – ο οποίος βρισκόταν ακόμη στην Κίνα – ζήτησε διαζύγιο από τη μητέρα της προκειμένου να παντρευτεί τη νέα του σύντροφο. Το 1935 έγινε πρώτη χορεύτρια του συγκροτήματος διαδεχόμενη την Αλίσια Μάρκοβα, ενώ ο χορογράφος του Vic-Wells σερ Φρέντερικ Αστον δημιούργησε πολλούς ρόλους για τη Φοντέιν και τον τότε παρτενέρ της Ρόμπερτ Χέλπμαν, με τον οποίο συνεργάστηκε τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Σημαντική χρονιά για την προσωπική ζωή της νεαρής μπαλαρίνας ήταν το 1937. Στο πλαίσιο μιας επίσκεψης του συγκροτήματος στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ συνάντησε τον μετέπειτα σύζυγό της, 18χρονο, τότε, φοιτητή Νομικής. Τον ερωτεύτηκε όταν τον είδε να χορεύει ρούμπα σ’ ένα πάρτι. Πέρασαν μία εβδομάδα μαζί, αλλά εκείνος επέστρεψε στον Παναμά για τις καλοκαιρινές διακοπές αφήνοντάς την πίσω απογοητευμένη. Θα περνούσαν πολλά χρόνια ως τον γάμο τους το 1955… Με τον ρόλο τής Αουρόρα που ερμήνευσε στη διάρκεια μιας περιοδείας του Βασιλικού Μπαλέτου στις ΗΠΑ το 1949, η Φοντέιν έγινε πραγματική σταρ, κερδίζοντας παγκόσμια αναγνώριση, με τον αμερικανικό Τύπο να παραληρεί κυριολεκτικά. «Το Λονδίνο την ήξερε εδώ και κάμποσο καιρό, η Ευρώπη την έχει ανακαλύψει και μόλις χθες κατέκτησε μια ακόμη ήπειρο» γράφτηκε χαρακτηριστικά μεταξύ πολλών άλλων. Τα περιοδικά «Time» και «Newsweek» κυκλοφόρησαν με τη φωτογραφία της στο εξώφυλλό τους. Στις 6, 7 και 8 Σεπτεμβρίου 1961, η Φοντέιν με το Βασιλικό Μπαλέτο της Αγγλίας χόρεψε στη σκιά της Ακρόπολης εντυπωσιάζοντας στον ρόλο της Οντίλ στη Λίμνη των Κύκνων. Οι εμφανίσεις της στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, έμειναν αλησμόνητες. Το 1962, δημιούργησε θρυλικό ντουέτο με τον Σοβιετικό χορευτή Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Ενώ η 43χρονη Φοντέιν σκεφτόταν ν’ αποσυρθεί από τον χορό, ο Ρούντολφ Νουρέγεφ αυτομόλησε στη Δύση με την ευκαιρία των παραστάσεων των τότε Μπαλέτων Κίροφ στο Παρίσι. Παρ’ όλο που δίσταζε να συνεργαστεί μαζί του λόγω της 19χρονης διαφοράς ηλικίας μεταξύ τους, τελικά το τόλμησε στο ντεμπούτο του με το Βασιλικό Μπαλέτο, το οποίο έγινε με τη «Ζιζέλ» στις 21 Φεβρουαρίου 1962. Οι δυο τους ταίριαξαν αμέσως κι έκαναν τεράστια διεθνή επιτυχία, με τον έναν να οδηγεί τον άλλον στις καλύτερες παραστάσεις τους, ενώ έγιναν και στενοί φίλοι. Έμειναν στην ιστορία για τις εμφανίσεις τους σε έργα όπως ο «Κουρσάρος», η «Μπαγιαντέρα», η «Λίμνη των Κύκνων», η «Ραϊμόντα», ενώ έδωσαν την πρεμιέρα του μπαλέτου «Μαργαρίτα και Αρμάνδος» το οποίο δημιούργησε ο Αστον ειδικά γι’ αυτούς. Το 1972 η Φοντέιν αποσύρθηκε μερικώς από τον χορό, αλλά συνέχισε να δίνει παραστάσεις κατά περιόδους ως το τέλος της δεκαετίας. Αργότερα αποσύρθηκε στον Παναμά γράφοντας βιβλία και φροντίζοντας τον σύζυγό της, ο οποίος ήταν τετραπληγικός ύστερα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Πέθανε το 1991 από καρκίνο, σε ηλικία 72 ετών, ακριβώς 29 χρόνια μετά την πρεμιέρα της «Ζιζέλ», την πρώτη της συνεργασία με τον Νουρέγεφ. Η Φοντέιν δημιούργησε «σχολή» χάρη στη λυρική και αρμονική της κίνηση, και την τέλεια τεχνική της. Αν και οι ρόλοι που την έκαναν διάσημη ήταν κυρίως κλασικοί (Ζιζέλ, Σύλβια, Σταχτοπούτα κ.ά.), εκτιμήθηκε περισσότερο στις ερμηνείες σύγχρονου μπαλέτου. Εκτός από την παγκόσμια φήμη της, τιμήθηκε με αναρίθμητα βραβεία για την προσφορά της στην τέχνη. Πηγές: 1. WIKIPEDIA 2. www.tovima.gr Εικόνα: https://octagon-theatre.co.uk/whats-on/dance/margot-fonteyn-centenary-celebration/7721