28 Νοέ Μάρκος Αντώνιος – Το τέλος του | Μέρος Γ’
Οι εκστρατείες στην Παρθία
Αφού βοήθησε στους διακανονισμούς με τον Σέξτο Πομπήιο, γιου του Πομπηίου του Μεγάλου, το 39 π.Χ. με τη Συμφωνία του Μισένου, αποφάσισε να στείλει τον Βεντίδιο στην Ασία, για να αντιμετωπίσει τους Πάρθους. Ο ίδιος μαζί με την Οκταβία, που είχε ήδη γεννήσει μία κόρη από τον Αντώνιο, έφυγαν από την Ιταλία για την Αθήνα. Εκεί έμαθε ότι ο Βεντίδιος είχε νικήσει τους Πάρθους, είχε σκοτώσει τον Λαβιηνό και είχε αιχμαλωτίσει τον Φρανιπάτη, τον πιο ικανό στρατηγό του βασιλιά Ορώδη.Ο Αντώνιος αποφάσισε να πάει στον πόλεμο. Ο γιος του βασιλιά Ορώδη, Πάκορος επιτέθηκε στη Συρία, όμως ο Βεντίδιος τον αντιμετώπισε με επιτυχία και τον σκότωσε. Στη συνέχεια πολιόρκησε τον Αντίοχο της Κομμαγήνης και όταν ζήτησε να του παραδοθεί, του πρότεινε να μιλήσει στον Αντώνιο, που πλησίαζε. Ο Αντώνιος όμως δεν άφησε τον Βιντίδιο να υποχωρήσει και συνέχισε αυτός την πολιορκία. Οι πολιορκημένοι όμως αντιστάθηκαν γενναία και ο Αντώνιος αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη για να απεμπλακεί, και να επιστρέψει στην Αθήνα. Και διάφοροι άλλοι στρατηγοί του επέτυχαν διάφορες νίκες στην Ανατολή, κάνοντας το όνομα του Αντωνίου γνωστό σε αυτές τις περιοχές.
Ο Αντώνιος συνάντησε τον Οκταβιανό στο λιμάνι του Τάραντα το 37 π.Χ.. Με την μεσολάβηση της Οκταβίας, οι δύο τους αποφάσισαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Ο Αντώνιος θα έστελνε 120 πλοία για τη μάχη κατά του Πομπηίου, που δεν είχε τηρήσει τη συμφωνία του Μισένου, ενώ ο ίδιος θα λάμβανε 20.000 λεγεωνάριους για τον πόλεμο κατά της Παρθίας. Αυτό έφερε και την ανανέωση της Τριανδρίας για άλλα 5 χρόνια. Επίσης συμφώνησαν η Οκταβία, που ήταν έγκυος στη δεύτερη της κόρη της από τον Αντώνιο, να παραμείνει στην Ιταλία μαζί με τον Οκταβιανό και τα παιδιά της Φουλβίας. Η συμφωνία όμως δεν τηρήθηκε τελικά, αφού ο Οκταβιανός έστειλε πολύ λιγότερο στρατό (2.000 άνδρες), κάτι για το οποίο ο Αντώνιος θα τον κατηγορούσε στη συνέχεια.
Ο Αντώνιος πηγαίνοντας στη Συρία, ενώθηκε ξανά με την Κλεοπάτρα. Αναγνώρισε τα δίδυμα παιδιά που είχε αποκτήσει με αυτή, τον Αλέξανδρο Ήλιο και την Κλεοπάτρα Σελήνη, ενώ απέκτησαν και ένα τρίτο. Επίσης, ζήτησε οικονομική στήριξη από αυτή για τον πόλεμο. Χάρισε στην Κλεοπάτρα τη Φοινίκη, την Κοίλη Συρία, την Κύπρο και ένα μέρος της Κιλικίας. Επίσης, ένα μέρος από την περιοχή των Ιουδαίων και από την Αραβία όση επεκτείνεται στην εξωτερική θάλασσα. Όλα αυτά προκάλεσαν, για άλλη μία φορά, την αγανάκτηση στους Ρωμαίους. Ο Αντώνιος δεν δίστασε να σκοτώσει τον βασιλιά Αντίγονο τον Ιουδαίο και να τοποθετήσει στη θέση του ένα δικό του σύμμαχο, τον Ηρώδη.
Όταν ο Φραάτης σκότωσε τον πατέρα του Ορώδη και ανέλαβε βασιλιάς των Πάρθων, ένας από τους επιφανείς άνδρες των Παρθών που δραπέτευσε ήταν ο Μοναίσης. Αυτός πήγε στον Αντώνιο, που του χάρισε τις πόλεις Λάρισα, Αρεθούσα, και την Ιεράπολη (Βαμβύκη). Ο Φραάτης προσέφερε ειρήνη στο Μοναίση και ο Αντώνιος προσπάθησε να εξαπατήσει, μέσα από αυτόν, τον βασιλιά των Πάρθων. Μέσα από την Αρμενία και την Αραβία, έφτασε εκεί που ήταν συγκεντρωμένος ο στρατός του έτοιμος να επιτεθεί στους Πάρθους. Αν και οι δυνάμεις ήταν πολυάριθμες και πανίσχυρες, η βιασύνη του Αντωνίου να ξεκινήσει τον πόλεμο αποδείχθηκε καταστροφική. Ο Αντώνιος οδήγησε τον στρατό του προς την πόλη Ατροπατηνή που προσπάθησε να καταλάβει, χωρίς όμως να κάνει κάποια ενδιάμεση στάση για να περάσει το χειμώνα και να ξεκουράσει τους στρατιώτες από την πορεία τους. Επιπλέον, είχε αφήσει πίσω τις πολιορκητικές μηχανές, πράγμα που αποδείχθηκε τεράστιο λάθος. Ο Φραάτης επιτέθηκε στις μηχανές και τις κατέστρεψε. Οι Αρμένιοι, απελπισμένοι με τους Ρωμαίους, τους εγκατέλειψαν, ενώ ο Φραάτης κινήθηκε ενάντια στον Αντώνιο, και τον απέκλεισε. Τελικά ο Αντώνιος πείστηκε πως δεν είχε καμία πιθανότητα να νικήσει τους Πάρθους – αλλά και την πείνα και τον χειμώνα – και αναγκάστηκε να αποχωρήσει.
Μετά από μία μεγάλη και εξαντλητική πορεία, με συνεχείς επιθέσεις των Πάρθων και τεράστιες απώλειες, αλλά και διάφορες σπουδαίες νίκες εναντίον τους, χάνοντας όμως το ένα τέταρτο του στρατού του έφτασε σε μια περιοχή (Λευκό Χωριό) κοντά στη Βηρυτό και τη Σιδώνα, όπου και συνάντησε ξανά την Κλεοπάτρα.Ο βασιλιάς των Μήδων, Μήδος, μάλωσε με τον Φραάτη και αποφάσισε να ενωθεί με τον Αντώνιο. Η Οκταβία πήγε στην Αθήνα για να βρει τον Αντώνιο και να του παραδώσει τους 2.000 στρατιώτες που του έστελνε ο Οκταβιανός. Ο Αντώνιος την ενημέρωσε με επιστολές για την εκστρατεία του, της ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει, και να του στείλει τους στρατιώτες και προμήθειες. Η Κλεοπάτρα κατάλαβε πως η Οκταβία είχε ως σκοπό να την ανταγωνιστεί και να κάνει τον Αντώνιο να επιστρέψει σε αυτήν. Τελικά, κατάφερε να πείσει τον Αντώνιο να αναβάλει την συνάντηση με τους Μήδους και να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια. Για να διατηρήσει τις φιλικές σχέσεις με τον Μήδο, ο Αντώνιος πάντρεψε έναν από τους γιούς της Κλεοπάτρας με την κόρη του βασιλιά των Μήδων.
Ο πόλεμος εναντίον του Οκταβιανού
Πίσω στη Ρώμη, ο Οκταβιανός, εκτοπίζοντας τον Λέπιδο και καταλαμβάνοντας την Σικελία από τον Πομπήιο, είχε πια την απόλυτη εξουσία. Η Οκταβία επέστρεψε στη Ρώμη, θεωρώντας μεν ότι ο Αντώνιος της φέρθηκε περιφρονητικά, μη θέλοντας όμως να γίνει αιτία για να ξεκινήσει κάποια διαμάχη ανάμεσα στον Αντώνιο και τον αδελφό της. Για τον λόγο αυτό, συνέχισε να συμπεριφέρεται σαν να βρισκόταν ο Αντώνιος δίπλα της. Αυτό όμως είχε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που περίμενε, καθώς οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να ανεχτούν τον τρόπο με τον οποίο της φερόταν ο Αντώνιος.
Σε εκστρατεία του στην Αρμενία για να τιμωρήσει τον Αρταουάσδη, βασιλιά των Αρμενίων που τον εγκατέλειψε στη μάχη με τους Πάρθους, ο Αντώνιος, αφού νίκησε και πήρε αιχμάλωτο τον Αρταουάσδη, τον παρουσίασε σε θρίαμβο στην Αλεξάνδρεια μπροστά από την Κλεοπάτρα. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τη Ρωμαϊκή παράδοση που ήθελε όλους τους θριάμβους να γίνονται στην Ιερά Οδό στη Ρώμη. Έπειτα ανακήρυξε την Κλεοπάτρα «Βασίλισσα των Βασιλέων», βασίλισσα της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Λιβύης και της Κοίλης Συρίας, με συμβασιλέα («Βασιλεύς των Βασιλέων»), τον γιό της Καισαρίωνα, ως νόμιμο διάδοχο του Ιουλίου Καίσαρα. Ανακήρυξε τους γιούς του από την Κλεοπάτρα, το μεν Αλέξανδρο Ήλιο «Μέγαν Βασιλέα» της Αρμενίας και όλων των ανατολικών επαρχιών των εδαφών του Αλεξάνδρου του Μεγάλου μέχρι την Ινδία (όταν θα τα κατακτούσε), τον δε Πτολεμαίο Φιλάδελφο βασιλιά της Συρίας και της Μικράς Ασίας. Η Κλεοπάτρα Σελήνη ανακηρύχτηκε βασίλισσα της Κυρηναϊκής. Η δε Κλεοπάτρα, κυκλοφορούσε ντυμένη ως αρχαία Αιγύπτια θεά και την αποκαλούσαν “Νέα Ίσιδα”. Ο Αντώνιος αποκαλούσε τον εαυτό του “Νέο Διόνυσο”.
Όλα αυτά ήταν αρκετά στον Οκταβιανό για να κατηγορήσει τον Αντώνιο στη Σύγκλητο 33 π.Χ., ότι ήθελε να κάνει κέντρο του κράτους την Αλεξάνδρεια.
Η Ρώμη χωρίστηκε στα δύο. Κάποιοι εγκατέλειψαν τον Αντώνιο και στράφηκαν στον Οκταβιανό το φθινόπωρο του 32 π.Χ.. Οι Μουνάτιος Πλάνκος και ο Μάρκος Τίτιος, που ήταν αρχικά με τον Αντώνιο, έδωσαν στη Σύγκλητο τις αποδείξεις σχετικά με την αλήθεια των ισχυρισμών του Οκταβιανού. Ο Οκταβιανός, μπαίνοντας με τη βία στο ιερό των Εστιάδων Παρθένων, απέσπασε από αυτές τη μυστική διαθήκη του Αντωνίου, η οποία έδινε όλες τις κυριευμένες από τη Ρώμη περιοχές στους γιους του και προέβλεπε την ανέγερση ενός ταφικού μνημείου στην Αλεξάνδρεια για εκείνον και την Κλεοπάτρα. Στα τέλη του 32 π.Χ. η Σύγκλητος επισήμως αφαίρεσε από τον Αντώνιο τα αξιώματά του και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αιγύπτου.
Ο Αντώνιος είχε μάθει από πριν για τις κινήσεις του Οκταβιανού, είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζεται για πόλεμο, πριν ακόμα βγει η απόφαση εναντίον του. Αν και ζήτησε από την Κλεοπάτρα να μην παρέμβει και να μείνει στην Αίγυπτο, εκείνη αρνήθηκε και επέμενε να τον ακολουθήσει. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο Πλάνκος και ο Τίτος εγκατέλειψαν τον Αντώνιο. Αφού συγκέντρωσε στρατό από όλες τις ανατολικές επαρχίες, προχώρησε προς την Ελλάδα. Αλλά έκανε πάλι λάθος και αντί να επιτεθεί αμέσως στη Ρώμη προτίμησε να καθυστερήσει, διασκεδάζοντας με την Κλεοπάτρα. Το χειμώνα του 33 – 32 π.Χ. τον πέρασε στην Έφεσο, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στρατός. Στη συνέχεια προχώρησαν στη Σάμο και μετά στην Αθήνα, απ’ όπου έστειλε στην Ιταλία να ανακοινώσουν πως έπαιρνε διαζύγιο από την Οκταβία και να την διώξουν από το σπίτι του. Η Οκταβία έφυγε, παίρνοντας μαζί της και τα παιδιά του Αντώνιου από την Φουλβία, εκτός από τον Μάρκο Αντώνιο Αντύλλο, που ήταν μαζί με τον πατέρα του. Τότε ήταν που ο Οκταβιανός διάβασε τη διαθήκη του Αντωνίου στη Σύγκλητο.
Η ναυμαχία στο Άκτιο
Ο Αντώνιος, αν και είχε πιο πολλές πιθανότητες να νικήσει στην ξηρά, αποφάσισε, παρασυρμένος από το περιβάλλον της Κλεοπάτρας, να πολεμήσει στην θάλασσα. Είχε, αρχικά, κοντά στα 500 πλοία, και ανάμεσα σε αυτά και τη ναυαρχίδα του πτολεμαϊκού στόλου “Αντωνιάς”, αλλά τα περισσότερα από αυτά ήταν με ελάχιστο πλήρωμα, μεγάλα, πλούσια στολισμένα και δυσκίνητα. Αντίθετα με αυτόν, ο στόλος του Οκταβιανού, ήταν τέλεια επανδρωμένος, με πλοία μικρά και ευέλικτα.
Αρχικά, ο Οκταβιανός κάλεσε τον Αντώνιο να έρθει με τον στόλο του στον Τάραντα και το Βρινδήσιο, προσφέροντάς του αγκυροβόλιο και χρόνο για να οργανωθεί. Ο Αντώνιος απέρριψε την πρόκληση, και προκάλεσε με την σειρά του τον Οκταβιανό σε μονομαχία, ή, αν ήθελε, να παραταχθούν στα Φάρσαλα, όπως παλιότερα ο Καίσαρας με τον Πομπήιο. Ο Οκταβιανός πέτυχε μια πρώτη νίκη στις αρχές του 31 π.Χ., όταν ο Αγρίππας κατάφερε επιτυχώς να διασχίσει με τον στόλο τους την Αδριατική. Πέρασε το Ιόνιο και έφτασε σε μια περιοχή που λεγόταν Τορύνη. Ο Αντώνιος φοβούμενος μία επίθεση συγκέντρωσε τα πλοία του κοντά στο Άκτιο. Διάφοροι από την πλευρά του, όπως ο Δομίτιος και οι βασιλείς Αμύντας και Δηιόταρος, έφυγαν από αυτόν και πήγαν με τον Οκταβιανό, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τη δύναμη του τελευταίου. Αν και ο αρχηγός του πεζικού του, Κανίδιος, του πρότεινε να αποχωρήσουν και να δώσουν αργότερα μάχη στη στεριά, όταν θα είχε και τη βοήθεια των Γετών, η Κλεοπάτρα διαφώνησε. Αλλά τα πλοία της είχαν διαταχθεί έτσι που να είναι έτοιμα για φυγή μάλλον παρά για μάχη.
Η ναυμαχία ξεκίνησε στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ.. Ο Αντώνιος είχε κάψει τα περισσότερα Αιγυπτιακά πλοία, αφήνοντας μόνο 60, εξοπλίζοντας τα πιο καλά και μεγάλα. Ο Αντώνιος είχε το δεξί κέρας, ο Ποπλικόλας και ο Κλοίος το αριστερό και στο κέντρο οι Μάρκος Οκτάβιος και Μάρκος Ινστήιος. Ο Οκταβιανός παρέταξε τον Αγρίππα αριστερά και αυτός κράτησε το δεξί κέρας. Στο πεζικό ο Κανίδιος ήταν αρχηγός από την πλευρά του Αντώνιου και ο Ταύρος από την πλευρά του Οκταβιανου. Η έναρξη της ναυμαχίας καθυστέρησε λόγω άπνοιας. Όταν η ναυμαχία άρχισε, δεν έγινε ό,τι συνήθως μέχρι τότε, δηλαδή εμβολισμός του αντίπαλου πλοίου, γιατί τα μεν πλοία του Αντώνιου ήταν τεράστια και δεν μπορούσαν να κινηθούν εύκολα, τα δε πλοία του Οκταβιανού δεν είχαν την δύναμη να προκαλέσουν ζημιές σε αυτά του Αντωνίου. Έτσι, τα πλοία του Οκταβιανού προσέγγιζαν αυτά του Αντωνίου και η μάχη γινόταν μεταξύ των πληρωμάτων, σώμα με σώμα και με καταπέλτες που υπήρχαν στα πλοία του Αντωνίου. Ενώ η μάχη ήταν αμφίβολη, τα πλοία της Κλεοπάτρας, ξαφνικά, σήκωσαν πανιά και απομακρύνθηκαν προς την Πελοπόννησο. Μετά από λίγο, ο Αντώνιος ακολούθησε και αυτός την Κλεοπάτρα. Κάποια από τα πλοία του Οκταβιανού τον ακολούθησαν, αλλά μόλις οι Αιγύπτιοι τους επιτέθηκαν, οπισθοχώρησαν όλα, εκτός από αυτό του Ευρυκλή, που κατάφερε να εμβολίσει τη μία από τις δύο ναυαρχίδες των Αιγυπτίων, αλλά όχι αυτή στην οποία βρισκόταν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Στη συνέχεια, αφού κατέφυγαν στο Ταίναρο, ο Αντώνιος ειδοποίησε τον Κανίδιο να υποχωρήσει προς την Ασία. Έπειτα επέστρεψαν στην Αφρική.
Στο Άκτιο ο στόλος του Αντώνιου συνέχισε να αντιστέκεται και τελικά όταν είχε πια υποστεί μεγάλες ζημιές από τα κύματα, παραδόθηκε. Αν και οι νεκροί δεν ήταν περισσότεροι από 5.000, σύμφωνα με τον Οκταβιανό είχαν κυριευθεί 300 πλοία. Στη στεριά ο στρατός του Αντώνιου δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ο αρχηγός τους τους είχε εγκαταλείψει και συνέχισαν να αμύνονται. Όταν μετά από επτά ημέρες ο Κανίδιος τους εγκατέλειψε και αυτός, παραδόθηκαν στον Οκταβιανό.
Ο θάνατος του Μάρκου Αντώνιου
Ο Αντώνιος πήγε αρχικά στη Λιβύη, στέλνοντας την Κλεοπάτρα στην Αίγυπτο. Όταν ο αρχηγός του στρατού του στη Λιβύη αποστάτησε, προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά οι φίλοι του τον σταμάτησαν και τον έστειλαν στην Αλεξάνδρεια, όπου βρήκε την Κλεοπάτρα να επιχειρεί να μεταφέρει τα πλοία της από την στεριά του ισθμού που χώριζε τη Μεσόγειο από την Ερυθρά θάλασσα. Οι κάτοικοι της περιοχής Πέτρας, έκαψαν τα πρώτα πλοία, και τελικά η Κλεοπάτρα σταμάτησε. Ο Αντώνιος εγκαταστάθηκε σε ένα μέρος στην περιοχή του Φάρου, με μια παρέα φίλων, απομονωμένος από τους υπόλοιπους, μιμούμενος, όπως έλεγε, τη ζωή του Τίμωνα του Αθηναίου.
Εκεί τον βρήκε ο Κανίδιος, και του ανακοίνωσε την απώλεια των δυνάμεων στο Άκτιο, την προσχώρηση του Ηρώδη, του ανθρώπου που είχε τοποθετήσει ο ίδιος βασιλιά στην Ιουδαία, στην πλευρά του Οκταβιανού, καθώς και την αποστασία διαφόρων άλλων δυναστών. Ο Αντώνιος αποφάσισε να πάει κοντά στην Κλεοπάτρα και να προετοιμαστεί για το τέλος που έβλεπε πως πλησίαζε. Άρχισε τότε να παραθέτει ξανά συμπόσια στους φίλους του, ενώ η Κλεοπάτρα προσπαθούσε να ανακαλύψει έναν τρόπο για μία γρήγορη και, όσο γινόταν, λιγότερο οδυνηρή αυτοκτονία. Διέλυσαν τη σύνοδο των Αμιμητοβίων και δημιούργησαν μία καινούργια από φίλους που σκόπευαν να πεθάνουν μαζί τους. Αυτή ονομάστηκε σύνοδος των Συναποθανουμένων.
Έστειλαν πρέσβεις, ζητώντας από τον Οκταβιανό, η μεν Κλεοπάτρα την εξουσία της Αιγύπτου για τα παιδιά της, ο δε Αντώνιος να γυρίσει στη Ρώμη ως απλός πολίτης. Επίσης προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποτρέψουν τον Ηρώδη από την αποστασία. Ο Οκταβιανός αρνήθηκε την χάρη στον Αντώνιο, ενώ προέτρεψε την Κλεοπάτρα να θανατώσει τον Αντώνιο ή να τον εξορίσει, αν ήθελε να έχουν μία επιεική μεταχείριση τα παιδιά της. Τον Οκταβιανό κάλεσε πίσω στη Ρώμη ο Αγρίππας, γράφοντάς του για γεγονότα που ήθελαν την παρουσία του εκεί, αναβάλλοντας έτσι για λίγο τον πόλεμο.
Μόλις πέρασε ο χειμώνας, ο Οκταβιανός επιτέθηκε από τη Συρία και τη Λιβύη, κυριεύοντας το Πηλούσιο, και προχώρησε προς την Αλεξάνδρεια, το καλοκαίρι του 30 π.Χ.. Η Κλεοπάτρα είχε κατασκευάσει τάφο, όπου είχε συγκεντρώσει τους πιο σημαντικούς βασιλικούς θησαυρούς. Ο Αντώνιος, αφού αρχικά αντιμετώπισε τον Οκταβιανό σε θέση κοντά στον Ιππόδρομο, τον προκάλεσε σε μονομαχία, αλλά αυτός αρνήθηκε. Ύστερα, αποφάσισε να επιτεθεί, από στεριά και θάλασσα.Την ημέρα που θα γινόταν η επίθεση, την 1η Αυγούστου του 30 π.Χ., τα πλοία του Αντώνιου ενώθηκαν με αυτά του Οκταβιανού και επιτέθηκαν όλα μαζί στην πόλη. Βλέποντας αυτό, τον εγκατέλειψε και το ιππικό του. Όταν ηττήθηκε το πεζικό του, αναχώρησε για την πόλη, από τους λόφους που γινόταν η μάχη. Κατηγόρησε την Κλεοπάτρα πως τον πρόδωσε, και αυτή κλείστηκε στον τάφο της, ενώ έβαλε να του πουν πως αυτοκτόνησε. Ο Αντώνιος, μαθαίνοντας ότι η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε, διέταξε έναν πιστό του υπηρέτη, με το όνομα Έρως, να τον σκοτώσει. Όμως αυτός προτίμησε να αυτοκτονήσει. Τελικά, ο Αντώνιος αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμά του, τρυπώντας την κοιλιά του. Δεν πέθανε αμέσως όμως και ζήτησε από αυτούς που ήταν δίπλα του να τον σκοτώσουν.Τότε, μεταφέρθηκε στον τάφο της Κλεοπάτρας. Αυτή, εκεί, με τις δύο υπηρέτριές της που είχαν κλειστεί μαζί της, ανέσυραν με λουριά τον Αντώνιο μέσα στον τάφο. Εκεί ο Αντώνιος ξεψύχησε.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, όταν ο Οκταβιανός έμαθε πως ο Αντώνιος πέθανε, άρχισε να θρηνεί και ζήτησε από τον Προκλήιο να μην αφήσει την Κλεοπάτρα να αυτοκτονήσει. Ο Προκληίος κατάφερε να συλλάβει την Κλεοπάτρα , την οποία συνάντησε αργότερα ο Οκταβιανός. Αυτή τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να προσφέρει χοές στο νεκρό Αντώνιο, και εκείνος το επέτρεψε. Μετά από αυτό, αυτοκτόνησε και αυτή. Θάφτηκε μαζί με τον Αντώνιο. Ο γιος του Αντώνιου και της Φουλβίας, Αντύλλος, που βρισκόταν πάντα μαζί με τον πατέρα του, αποκεφαλίστηκε από τους στρατιώτες του Οκταβιανού. Ο Οκταβιανός μετέφερε τα παιδιά του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στη Ρώμη όπου τα περιέφερε στον θρίαμβό του. Αργότερα όμως, τα πήρε και αυτά υπό την προστασία της η Οκταβία.
Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/marcus-antonius-part-a-1582a/
Μέρος Β’: https://www.lecturesbureau.gr/1/marcus-antonius-part-b-1582b/
ΠΗΓΗ: el.wikipedia.org