fbpx

Lou  Salomé – Friedrich Nietzsche | Μέρος Α’

Lou  Salomé – Friedrich Nietzsche | Μέρος Α’

Κατά τη διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων, στον τσαρικό στρατό μπήκε κάποιος μεγαλόσωμος, δυνατός, νεαρός προτεστάντης, με παχύ μουστάκι, ονόματι Γκούσταφ Φον Σαλομέ (Gustav Vον Salome 1804-1879)), γαλλο-γερμανικής καταγωγής ουγενότος -από τους εκδιωχθέντες της Αβινιόν τον 16ο αιώνα-, γεννημένος στη Πρωσσία, μα η οικογένειά του είχε μετοικήσει στην Αγία Πετρούπολη το 1810. Ο νεαρός αυτός -θα ‘λεγε κανείς- πως βρέθηκεν επιτέλους στο στοιχείο του. Γεννημένος στρατιωτικός, επέδειξεν αξιοθαύμαστο κουράγιο κι ικανότητα τέτοια, που ξεχώρισεν αμέσως. Έπειτα, στη πολωνικήν εξέγερση του 1830, ξεχώρισε τόσο πολύ που ανάγκασε τον τσάρο Νικόλαο να του απονείμει το Αριστείο γενναιότητας κι αυτό ήταν μόνον η αρχή. Ο νεαρός αυτός περνούσε γοργά, βαθμούς κι αξιώματα στο στρατό, -25 ετών ήταν ήδη συνταγματάρχης- κι όταν έφτασε σ’ ηλικίαν ώριμη για γάμο, δέχτηκε τα προξενιά για μια νεαρή, ορφανή κι επίσης προτεστάντισσα, γόνος ζάπλουτης οικογένειας βιομηχάνου ζάχαρης με καταγωγή δανογερμανική, τη Λουίζε Βιλμ (1823-1913), 19 χρόνια μικρότερή του.

Δε το πολυσκεφτήκανε κι οι δυο! Το μυστήριο τελέστηκε στην Αγία Πετρούπολη και το νέο ζευγάρι στεγάστηκε σε τμήμα του τσαρικού χειμερινού ανακτόρου, που ‘βλεπε μάλιστα στο Ερμιτάζ. Ο νεαρός αυτός έφτασε γοργά στον βαθμό του στρατηγού και πιο καλά θα ‘ναι να πούμε πως ήτανε το δεξί χέρι των Ρομανόφ, μιας και τους υπηρετούσε καλά και πιστά, τόσα χρόνια. Η νεαρή κληρονόμος, αποτέλεσε φυσικά, έν’ ακόμα μπιμπλό, μες στα τόσα και τόσα του πλούσιου οικοδομήματος, στράφηκε στις αγαθοεργίες και στις κοινωνικές υποχρεώσεις και, πράματα γνωστά, ο γάμος κυλούσε καταπώς έπρεπε.

Στις 12 Φλεβάρη του 1861, -σημαδιακή ημερομηνία, γιατί εκείνες τις μέρες είχε παρθεί μια πολύ σημαντική απόφαση, που μελλόταν να επηρεάσει όλη τη μετέπειτα ρωσικήν ιστορία: η απελευθέρωση των δουλοπαροίκων!-, το ζευγάρι ευλογήθηκε με τον ερχομό μιας κόρης. Είχαν αποκτήσει ήδη πέντε ακόμα παιδιά, όλα αγόρια κι επιτέλους ένα κορίτσι! Το πως και το γιατί μη το ρωτάτε, δεν ήμασταν δα και μπροστά, ωστόσο, η σημαδιακή αυτή ημερομηνία, ίσως να φταίει, που η μικρή Louise, έγινε τόσον ανεξάρτητη, γιατί -κατά τον Πέτερς- “γεννήθηκε κάτω απ’ αστέρι λευτεριάς”. Ίσως πάλι να φταίει που ήταν η αγαπημένη και παραχαϊδεμένη του μπαμπά-στρατηγού ή ίσως να φταίει πως με τη μητέρα της, ήτανε πάντα στα …μαχαίρια.

Σ’ όλη τη μετέπειτα ζωή της, η μικρή Λουίζ, -Λου για τη συνέχεια, μιας κι έτσι τη φωνάζανε για όλη την υπόλοιπη ζωή της- θυμόταν ένα παχύ βιβλίο που ‘χε στο εξώφυλλό του, τον γερμανικό θυρεό, πλάι στον ρωσικό κι όπου ήτανε γραμμένος ο τίτλος ευγενείας της οικογένειας. Το ‘χε ξεφυλλίσει πολλάκις, καθισμένη απέναντι από το Ερμιτάζ κι αυτό το χρυσό περιβάλλον την έκανε να αισθανθεί σύντομα, διαφορετική απ’ όλους τους άλλους. “Μου άρεσε να φορώ τα παπούτσια μπαλέτου, όταν επέστρεφα από τα μαθήματα χορού και να πηγαίνω να γλιστρώ στο παρκέ της μεγάλης αίθουσας, του πάνω πατώματος, σα να ‘μουνα πάνω σε πεδιάδα από πάγο. Πάντοτε θυμάμαι κείνες τις κινήσεις που με ‘κάναν να αισθάνομαι σαν το μοναδικό πλάσμα πάνω στη γη!”, θα πει η ίδια, χρόνια μετά.

Τί πράγμα έκανε τη Λου μοναδική και τόσο διαφορετική από τις άλλες γυναίκες που της εποχής της; Σύμφωνα με μιαν εξήγηση της ίδιας, ίσως αυτό να οφείλεται που ‘χασε τη πίστη της στον Θεό, σ’ ηλικία μόλις οχτώ ετών. Ήτανε γι’ αυτή, τρομακτική εμπειρία. Πράγματι, σ’ όλη της τη ζωή συνέχισε ν’ αναρωτιέται πως θα μπορούσε να ζήσει κανείς στον κόσμο, χωρίς πίστη, χωρίς Θεό. Ένιωσε σα να ενηλικιωνότανε ξαφνικά, πως ήτανε διαφορετική απ’ όλους τους γνωστούς και τους συγγενείς της, προς τους οποίους φυσικά, ένιωθε μια βαθιά και συγκαταβατική συμπάθεια.

Με τη πάροδο των χρόνων και μέχρι τα δεκαοχτώ της, γινόταν όλο και πιο ανεξάρτητη, όλο και πιο φιλελεύθερη και φυσικά υποστήριζε τούτη τη διαφορετικότητα μ’ απαράμιλλο κουράγιο και ψυχωμένα. Ίσως εδώ να μιλούσε και το στρατιωτικόν αίμα του πατέρα της. Όμως, κοντά σε τούτα τα χαρακτηριστικά θα πρέπει να προστεθούν κι η πρόωρη ωρίμανση, η γενναιότητα, η δυσπιστία προς το κοινωνικό και θρησκευτικό περιτύλιγμα της εποχής με τα συναφή του κι η πελώρια λαχτάρα και δίψα για γνώση κι επίγνωση του κόσμου, καθώς επίσης κι η λατρεία της πνευματικότητας. Κι όλα τούτα από έφηβη, παρακαλώ. Πάνω κει, στα 18 της, χάνει τον πατέρα της, το 1879, πράγμα που επηρέασε πιθανότατα τις μετέπειτα επιλογές της και μάλιστα πολύ.

2.

Στα δεκαοχτώ της, όταν μπόρεσε να παρακολουθήσει μαθήματα Θεολογίας, απευθύνθηκε κρυφά, στον Ολλανδό πάστορα Χέντρικ Γκίλοτ, γνωστό για την ευρύτητα των απόψεών του κι η εκκλησία του βρισκότανε στην οδό Νιέφσκη, κοντά στο σπίτι των Σαλομέ.

Ο Γκίλοτ (1836-1916) γεννήθηκε στην Ολλανδία κι είχε τη θέση του πάστορα, στην ολλανδική πρεσβεία, στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν, εκείνη την εποχή, ο σημαντικότερος ομιλητής στη προτεσταντική εκκλησία κι επειδή ήτανε κατώτερο στέλεχος και δεν έδειχνεν ιδιαίτερην απειλή, κανείς δεν του ασκούσε έλεγχο στη δουλειά του. Ήταν γοητευτικός, διανοούμενος, με σαφή προτίμηση κι επήρρεια, από τον γαλλικό Διαφωτισμό. Τα κηρύγματά του ενθουσιάζανε τις κυρίες της καλής κοινωνίας, της Πετρούπολης κι αντίπαλον είχε μόνο τον Χέρμαν Ντάλτον (Hermann Dalton). Είχεν εκδόσει τόσο στην Ολλανδία, όσο και στη Ρωσία, πολλές διατριβές κι αγαπούσε να κηρύττει στα γερμανικά, -τ’ όνομά του μάλιστα το πρόφερε με τη γερμανική προφορά.

Όταν η Λου πήγε να τονε βρει κρυφά, στα 1878, γιατί ήξερε πως δε θα ‘ταν αποδεκτός σαν δάσκαλος από τους δικούς της, ο πάστορας ήταν 25 χρόνια μεγαλύτερός της, στα 42 του. Τον είχε δει να κινείται με ζέση και να μιλά φλογερά, σε μια διάλεξη του κι είχε σκεφτεί πως αυτός ήταν ο κατάλληλος να της μάθει τον κόσμο. Πράγματι, αυτός την ώθησε στο να μελετά μαζί του, Καντ, Ρουσσώ, Κίρκεγκαρντ, Σοπενάουερ. Σ’ αυτό μάλλον οφείλεται η μεταστροφή της, καθώς επίσης -γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- κι από το γεγονός πως είχε καταγοητευτεί κι ερωτευτεί τον δάσκαλό της.

Οι σχέσεις τους διακόπηκαν απότομα, όταν ο πάστορας γοητευμένος κι αυτός από τη μικρή μαθήτριά του, επιχείρησε να τη φιλήσει. Ήτανε μια μέρα, που εκείνη έχοντας θάρρος, είχε καθίσει στα γόνατά του για να τον …ακούσει καλύτερα. Τα μετέπειτα, είναι κάπως συγκεχυμένα. Μπορούμε να βγάλουμε λίγα πράματα, από τη μεταξύ τους επιστολογραφία κι από τις κραυγές της μητέρας της, που τον αποκάλεσε, “ένοχο ενώπιον της ανήλικης κόρης της”. Σε τούτο, ο πάστορας είχεν απαντήσει με τη λιτή φράση: “Θα ‘θελα να ‘μαι υποχρεωμένος στη Λουίζ, αλλά και το χρέος της”. Η μικρή Λου, του ‘γραψε κάποια στιγμή τότε, πως “μέσα της αντιπαλεύουν η φωνή της καρδιάς και το χέρι της λογικής και το χέρι αυτό αποδεικνύεται πιο δυνατό”. Ιστορίες! Η ουσία είναι, πως η μικρή ήθελε διακαώς να μοιάσει στους άντρες, όσον αφορά στη δύναμη και στην εξυπνάδα και δεν ήθελε μιαν αισθηματική σχέση, ώστε να καταλήξει στην υποταγή της. ‘Αλλωστε, αρνήθηκε πολλάκις στο μέλλον, ερωτικές σχέσεις.

Αυτή η δακρύβρεχτη ιστορία, με τις ανταλλαγές επιστολών και κατηγοριών διήρκεσε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, από τον Οκτώβρη του 1878, μέχρι και τον Ιούνη του 1879. Στο διάστημα αυτό, ο πάστορας έπαιξε τη θέση του, μιας κι η οικογένεια Σαλομέ είχε μεγάλην επιρροή κι ο Ντάλτον βρήκε την ευκαιρία να χτυπήσει τον αντίπαλό του, μέσω αυτού του γεγονότος. Η Λου εντωμεταξύ, έγκλειστη -και κλαίουσα ενίοτε-, πάλευε να τιθασέψει τις δυνάμεις που ‘χαν εγερθεί, από τα γεγονότα. Τελικά ο κακότυχος πάστορας απομακρύνεται και περιορίζεται, με βούλευμα από την πατρίδα, γιατί υπερέβη τα όρια της διδασκαλίας και της θρησκείας του. Μετά, η ιστορία τον εγκαταλείπει κι αυτή, για ν’ ακολουθήσει τα ίχνη της μικρής του αμαρτίας. Πέθανεν αργότερα, παραγκωνισμένος, συντετριμμένος και ξεχασμένος, σαν ένας κομπάρσος, παρόλο που δε διέκοψε ποτέ την επαφή του, με τη Λου μέσω αλληλογραφίας. Βλέπετε τον είχε σαν πατέρα-σύμβουλο και κατά μεγάλο μέρος τον αγαπούσε.

Η Λου δε μπορούσε πια να μείνει στη Πετρούπολη κι αποφάσισε να πάει στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, -ένα από τα λίγα που τότε δεχότανε γυναίκες-, στο τέλος του καλοκαιριού του 1879. Λίγα χρόνια πριν, είχε φοιτήσει εκεί  η επαναστάτρια ‘Αννα Κουλίσοβα, που ‘γινε αργότερα σύντροφος του Αντρέα Κόστα και του Φίλιπο Τουράτι. Η οικογένειά της συμφώνησε με δυσκολία και μόνον υπό τη προϋπόθεση να τη συνοδέψει η μητέρα, -με την ελπίδα φυσικά να τη μεταπείσει. Αλλά η Λου ήτανε πια Το Αγύριστο Κεφάλι και ποτέ πια δε θα γυρίσει στη Ρωσία, πράμα που δε μπορούσε να το φανταστεί μήτε η μητέρα της, μήτε κανείς στην οικογένειά της τότε. Λίγους μήνες μετά, προς το τέλος του 1881, η Λου αρρώστησε βαριά. Μαζί με τη μητέρα της, αποφάσισαν να πάνε να περάσουνε λίγους μήνες στην Ιταλία και πιο συγκεκριμένα στη Ρώμη, που η μαμά- Λουίς, είχε μια φίλη πρόθυμη να τους φιλοξενήσει για όσο το πεθυμούσαν. Η Λου ήτανε τότε εικοσιενός.

Στην ίδια πόλη βρισκότανε κι η Μαλβίντα Φον Μέισεμπουργκ (Malwida Von Meysenburg, 1816-1913), φίλη του Γκαριμπάλντι και του Μαντσίνι, που ‘χεν αναγκαστεί να παρατήσει τη Γερμανία λόγω προοδευτικών-ριζοσπαστικών ιδεών της. Ήτανε κόρη ιδιοκτήτη ναυπηγείων στη Γερμανία, -που μάλιστα λόγω του κύρους του, είχεν ονομαστεί βαρώνος. Επειδή είχαν ανακατευτεί σ’ επαναστατικές δραστηριότητες μαζί με τον Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ και τον Μαντσίνι στα 1848-52, καταφύγανε στο Λονδίνο, -το άσυλο των μεταναστών κείνη τη περίοδο. Όταν ο Αλεξάντρ πέθανε, το 1860, υιοθέτησε τη κόρη του Όλγα κι ένα χρόνο μετά κατέφυγε στην Ιταλία. Πριν όμως, πέρασε από το Παρίσι κι εκεί γνώρισε τον Ρίτσαρντ Βάγκνερ και γίνανε φίλοι.

Στην Ιταλία, στα 1861-2, εξέδωσε τα “Απομνημονεύματα Μιας Ιδεαλίστριας” που εμφανιστήκαν ανώνυμα και στη Στουτγάρδη, το 1876, -την άνοιξη του 1882 είχανε φτάσει στη τρίτη τους έκδοση πλέον. Τον Μάη του 1872 όμως, στο νέο σπίτι του Βάγκνερ στη Μπαϊρέουτ, στη Γερμανία, γνώρισε τον Νίτσε μέσω αυτού, γίνανε φίλοι και μέσω του Νίτσε, λίγον αργότερα, γνώρισε κι ένα νεαρό, τον Πωλ Ρέε.  Αγάπησε “μητρικά” τον Νίτσε και συμπάθησε πολύ αυτόν τον νεαρό, που “την εξέπληττε ο παιδιάστικος τρόπος του”. Έτσι είχανε τα πράματα, όταν έφτασε η Λου με τη μητέρα της στη Ρώμη, τον Γενάρη του 1882.

Η Λου, έχοντας διαβάσει τα βιβλία της Μαλβίντα, όταν έφτασε στην Ρώμη έσπευσε να τη συναντήσει στο σπίτι της, στην οδό Πολβεριέρα, στη συνοικία Σορέντο. Τούτο έγινε τον Φλεβάρη του 1882, αμέσως σχεδόν μόλις ανένηψε από την αρρώστια της. Στο σαλόνι της Μαλβίντα, δέσποζε το πορτραίτο του Βάγκνερ κι η συγγραφέας τη δέχτηκε με μεγάλη συμπάθεια. Γρήγορα μάλιστα τηνε πήρε υπό τη προστασία της. Κατά τη διάρκεια μιας βραδινής δεξίωσης, στο σπίτι της Μαλβίντα, που συμμετείχαν όλοι οι ξένοι διανοούμενοι που ‘τανε περαστικοί από τη Ρώμη, η Λου παρατήρησεν ένα νεαρό με θλιμμένο βλέμμα κι αγαθή συμπεριφορά. Μόλις είχε φτάσει εκεί, από το Μόντε Κάρλο, όπου είχε χάσει στο παιχνίδι ό,τι κρατούσε και ζητούσε από την οικοδέσποινα χρήματα για να ξοφλήσει ένα λογαριασμό. Η Λου γοητεύτηκε και το ίδιο βράδι του επέτρεψε να τη συνοδέψει στο σπίτι, μετά από μια μεγάλη βόλτα στους δρόμους της πόλης. Ο νέος αυτός λεγότανε Πωλ Ρέε.

Ακολουθεί β’ μέρος

ΠΗΓΗ: www.peri-grafis.net
ΜΕΛΕΤΗ : Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου

Εικόνα: https://vimeo.com/241619635



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram