
02 Μαρ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ (LEO BUSCAGLIA)
«Μιλάς αγγλικά;» τον ρώτησα.
«Λίγο», απάντησε ντροπαλά.
Κι ύστερα από λίγες ακόμη κουβέντες και με πολλή προσπάθεια πρόσθεσε: «Εσύ καθηγητή. Εσύ, μάθεις εμένα αγγλικά, εγώ σου μάθει Χονγκ Κονγκ».
Έτσι ξεκίνησε μια φιλία. Μέσα από τον Γουόγκ ένας τρομερός κόσμος άνοιξε μπροστά μου, με το Χονγκ Κονγκ σαν τη σκηνή που πάνω της μια μάχη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια διεξαγόταν, το κάθε δευτερόλεπτο, από απρόσμενους ερασιτέχνες ηθοποιούς, μπροστά σ’ ένα σκληρό κι αδιάφορο ακροατήριο.
Με τον Γουόγκ σαν οδηγό μου, οι πλήθος πόλεις του Χονγκ Κονγκ, ξεπρόβαλλαν μέσα από τον ωκεανό· δασωμένοι, καταπράσινοι λόφοι και θαλερές Νέες Γαίες άρχισαν ν’ αναδιπλώνονται. Η πρώτη πόλη ήταν αυτή των φανταστικών καταστημάτων, των πολυτελών ξενοδοχείων, των πλούσιων για καλοφαγάδες εστιατορίων, των μεγαλόπρεπων μεγάρων, των πολύχρωμων λεωφόρων και των κομψών κι όμορφων ανθρώπων.
Μια άλλη πόλη ήταν αυτή του κόσμου των επιχειρήσεων,των κυνηγών του χρήματος, των απελπισμένων στελεχών-διευθυντών που μετρούσαν τον πλούτο με μετοχικά κεφάλαια και την επιτυχία με το κέρδος, της υπαλληλικής γραφειοκρατίας, που μέσα στα πιο μοντέρνα κτίρια γραφείων του κόσμου εργάζονται μ’ ένα συστηματικά εξαεριζόμενο πανικό που προκαλεί η παγκόσμια αγορά, μαζί μ’ όλες τις αγωνίες των χρηματιστών της Νέας Υόρκης.
Υπήρχε κι η πόλη των μεσοαστών εμπόρων που εξαρτούνταν από τους ατέλειωτους τουρίστες για να ζήσουν που είχαν ένα μικρό μαγαζάκι νεοτερισμών, κάποιο εστιατόριο, ένα καλοδιατηρημένο ξενοδοχείο ή κάποια πεντακάθαρη αίθουσα τσαγιού.
Κάτω από την αποστροφή των πλούσιων, αγνοημένη από τους μεσοαστούς, κρυμμένη από τον περιστασιακό παρατηρητή και ασύλληπτη για τον απλό τουρίστα, ήταν η πόλη των προσφύγων. Αυτή ήταν η πόλη του Γουόγκ.
Ένας τόπος περηφάνιας και φτώχειας, κρυμμένος πίσω από το λούστρο και τη λάμψη της μεγαλοπρέπειας του Χονγκ Κονγκ. Η γνωριμία μου με την πολυπρόσωπη πόλη ήταν η συνεισφορά του Γουόγκ στη συμφωνία μας.
Η δική μου συνεισφορά ήταν να διδάξω στον Γουόγκ αγγλικά, αρχίζοντας με απογευματινούς περιπάτους απίστευτης ποικιλίας. Του έμαθα τη γλώσσα στους δρόμους,με τα φωτεινά νυχτερινά μπαρ και τις στενές δεντροστοιχίες, γεμάτες από υπαίθρια μαγαζάκια και πόρνες·του έμαθα τη γλώσσα της ομορφιάς, χαζεύοντας τις βιτρίνες με κοσμήματα από την Ευρώπη, διαμάντια από την Αφρική, μπιχλιμπίδια από την Ινδία, χαλιά από την Περσία, μεταξωτά από την Ταϋλάνδη· του έμαθα τη γλώσσα του χρήματος, με τον τρόπο των συναλλαγματικών αξιών-το γαλλικό φράγκο, την αγγλική λίρα, το αμερικανικό δολάριο, την ινδική ρουπία, το γιαπωνέζικο γιεν. «Αγόραζε χρήμα με το χρήμα» -«Πούλα χρήμα με το χρήμα». Όλα τα χειρίζονταν με μια απλή συναλλαγή, με τη γρηγοράδα και την αποτελεσματικότητα του ειδικευμένου μάγειρα,αν και με πολύ λιγότερο μετρημένο ενδιαφέρον. Πέντε δολάρια, τετρακόσια, δυο χιλιάδες, σαράντα χιλιάδες!Μάθαμε το λεξιλόγιο των ταξιδιών, περπατώντας μίλια ολόκληρα μπροστά από γραφεία αεροπορικών εταιρειών,ναυτιλιακά γραφεία, τουριστικά πρακτορεία, μπροστά από προξενεία, φωτογραφεία για την έκδοση φωτογραφιών διαβατηρίων, γραφεία της Αμέρικαν Εξπρές και των Ντάινερ’ς Κλαμπ.
Στη διάρκεια των περιπάτων μας έμαθα πολλά σχετικά με τον Γουόγκ. Υπήρχαν άλλα δέκα παιδιά στην οικογένεια, όλα μικρότερα απ’ αυτόν. Είχαν ανατραφεί στο Πεκίνο, όπου ο πατέρας τους ήταν ένας πλούσιος έμπορος -μέχρι που να φύγει μακριά από τον κομμουνισμό. Η οικογένεια έφυγε για το Χονγκ Κονγκ, όπου έμενε κάποιος φίλος τους. Όταν έφτασαν, όμως, ο φίλος υποχρεώθηκε να τους διώξει· είχε ξοδέψει κιόλας ό,τι περισσεύματα είχε για να βοηθήσει πολλούς άλλους που είχαν έρθει πριν απ’αυτούς. Έτσι χρειάστηκε, με τα λιγοστά χρήματα που είχαν μαζί τους, να μείνουν σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, μέχρι που να βρεθεί μια πιο μόνιμη κατοικία· αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσουν ότι ήταν αδύνατο να βρεις σπίτι στο Χονγκ Κονγκ, κι έτσι υποχρεώθηκαν να πάρουν τους δρόμους, ψάχνοντας να βρουν κάποιο ελεύθερο οικόπεδο ή προσωρινό καταφύγιο. Τα χρήματα ξοδεύτηκαν και δουλειές δεν υπήρχαν· πολλά από τα μέλη της οικογένειας αρρώστησαν· ένας μικρότερος αδελφός πέθανε. Η κάθε τους μετακίνηση ήταν σ’ ένα μέρος πιο άθλιο από το προηγούμενο, μέχρι που τελικά υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στο απελπιστικό στρατόπεδο για πρόσφυγες.
Μερικές ημέρες αργότερα ο Γουόγκ κι εγώ τριγυρνούσαμε στο παλιό τμήμα του Κοουλούν, κοντά στο καινούριο αεροδρόμιο που είχε στοιχίσει πολλά εκατομμύρια δολάρια. Η περιοχή ήταν γεμάτη από κουρελιάρηδες ζητιάνους, με κουρασμένα φανταστικά πρόσωπα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος από σαραβαλιασμένα τενεκεδόσπιτα, το’να πάνω στ’ άλλο, κι απλωμένα ρούχα μπουγάδας, που κρέμονταν σαν απαγχονισμένα φαντάσματα, μπλέκονταν και πλατάγιζαν στο ελαφρό αεράκι. Καθώς πλησιάζαμε στην άκρη του δρόμου που ακολουθούσαμε, ο Γουόγκ σχολίασε: «Εδώ είναι ένας από τους τόπους που μένουν πρόσφυγες. Δε μοιάζει με συνοικία του Χονγκ Κονγκ».Κοίταζε την περιοχή που σ’ αυτήν αναφερόταν. Ήταν μια περιτειχισμένη συνοικία -τα τείχη, ένα συνονθύλευμα από κομμάτια χαρτόνια, τενεκέδες, χαρντμπόαρντ, σωριασμένες πέτρες και τσιμεντόλιθους, που σκιάζονταν από τα τριγυρινά εξαθλιωμένα τενεκεδόσπιτα. Υπήρχαν εδώ κι εκεί ανοίγματα σ’ αυτά τα «τείχη», αρκετά μεγάλα για να περάσει ένα ανθρώπινο σώμα, μέσα σ’ αυτό που έμοιαζε σαν ένας λαβύρινθος κατασκευασμένος με θαμπά καφετιά, σκληρά γκρίζα και σκουρόμαυρα χρώματα
«Δεν υπάρχει νόμος εδώ. Ούτε αστυνομία. Πολλές κακές πράξεις κι εγκλήματα», είπε ο Γουόγκ. Και πρόσθεσε:«Θέλετε να μπούμε και μέσα;»
Περάσαμε μέσα από τα ανοίγματα και μπήκαμε στο λαβύρινθο. Ο Γουόγκ ήξερε το δρόμο του κι εγώ ακολουθούσα. Μόνο ένα παρατηρητικό κι εξασκημένο βλέμμα μπορούσε να βρει τη σωστή κατεύθυνση. Καθώς προχωρούσαμε μέσα από αυτά τα χαρτόκουτα με τις τενεκεδένιες στέγες, μέσα σ’ αυτή την απίθανη κοινότητα, σκιστά μάτια, βουλιαγμένα σε στεγνά πρόσωπα, μας κοιτάζουν ήσυχα. Εκεί πέρα, παντού επικρατούσε μια φανταστική ακινησία. Όλοι έμοιαζαν στριμωγμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, σε τρομαγμένες ομάδες, σαν να ‘ταν ένας τόπος κρυψώνας.
Αδυνατισμένα παιδιά, με πρησμένες κοιλιές,έτρεχαν γυμνά, πάνω σε σωρούς από σκουπίδια. Θλιμμένες γυναίκες κάθονταν μπροστά σε βρόμικες πόρτες και κοίταζαν κατά τη μεριά μας με απονεκρωμένη έκφραση.Ένα σμάρι μικροσκοπικά κορίτσια μας πλησίασαν, στριγγλίζοντας τόσο κατά τη μεριά του Γουόγκ, όσο και προς εμένα. Ήταν κορίτσια πόρνες, που μερικά τους δεν ήταν παραπάνω από εννιά χρονών. Τα δαχτυλάκια τους ήταν θεοβρόμικα· τα μακριά τους φουστάνια καταξεσκισμένα, βρομισμένα, κρέμονταν πάνω τους σαν κουρέλια· τα μικρά τους πόδια ήταν μαύρα από τη βρόμα, όλο ψώρα και πληγές· οι φωνούλες τους βραχνές κι όλο απελπισία – και κρέμονταν από πάνω μας με μανιακά, όλο γνώση χέρια.
Τα βρόμικα δρομάκια ήταν ατέλειωτα, με στρουφιχτές διακλαδώσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν μακριά αρθριτικά δάχτυλα. Παντού έβλεπες λιμνούλες από ούρα που βρομούσαν έντονα, σωρούς από κόπρανα –
προς μεγάλη απόλαυση για τις μύγες – σκόρπια φλούδια από λαχανικά, ρόκες από καλαμπόκια και άδεια σκουριασμένα κονσερβοκούτια. Οι μυρωδιές ήταν τόσο δυνατές που διαπερνούσαν τις αισθήσεις, μουδιάζοντάς τις. Όλα έμοιαζαν ερειπωμένα, νεκρά, χωρίς αίσθηση – κενά από χρώμα ή ζωή. Ενήλικες πόρνες με ακόμη νεανικά κορμιά, σφιγμένα σε στενά φορέματα που τόνιζαν τις καμπύλες τους, ή με μισάνοιχτες κινέζικες ρόμπες, στέκονταν πάνω σε χαρτονένιους τοίχους, χωρίς χαμόγελα και αηδιαστικά αντισεξουαλικές. Τα κάποτε όμορφα πρόσωπα ήταν τώρα μάσκες δίχως έκφραση, μπογιατισμένες, άσπρες, χωρίς άλλο βάψιμο. Η δυνατή γλυκιά μυρωδιά του όπιου, ανάκατη με καπνούς από φωτιές, κοπριές ζώων, βρόμικα φαγιά και σκουπίδια, πύκνωναν τον αέρα.
Λίγο αργότερα, έχοντας καταλαγιάσει με ασφάλεια σ’ ένα τεϊοποτείο, στράφηκα προς τον Γουόγκ. Ήταν κατάπληκτος, άφωνος. «Δεν υπάρχει άλλος τέτοιος τόπος», είπε απλά ο Γουόγκ.
«Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;»
Η απάντηση του ήταν ένας ψίθυρος: «Εκεί πέρα μένω κι εγώ»
«Μη λυπόσαστε. Εργαζόμαστε για να βρούμε μια καλή ζωή πάλι.
Εργαζόμαστε για να φτιάξουμε ομορφιά».
Ίσως αυτό που είπε ο Γουόγκ να ‘ταν αλήθεια. Ίσως ο κάθε άνθρωπος να έχει το ασυνειδητοποίητο όνειρο της ομορφιάς για το οποίο αγωνίζεται κι έτσι μπορεί ν’ αντέχει την πείνα, τον πόνο και τ’ ανείπωτα βάσανα και την εξαθλίωση, για την τελική υλοποίησή του. Ίσως αυτό το όνειρο να ήταν η μοναδική πραγματικότητα του Γουόγκ. Ίσως μόνο μέσα από αυτό το όνειρο να μπορούσε να συνεχίσει να νιώθει και να πιστεύει σε κάτι. Από τα όνειρα μπορούν να έρθουν οι αλλαγές.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ
ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΛΑΡΟΣ
Εικόνα: https://www.boredpanda.com/hong-kong-street-photography-memoir-fan-ho/?image_id=street-photography-hong-kong-memoir-fan-ho-271.jpg&utm_source=gr.pinterest&utm_medium=referral&utm_campaign=organic#topcategories