
06 Μαρ ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Αυτά να πάτε να πείτε σ’ εκείνους που σας έστειλαν, και ακόμη… (ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ) | Μέρος Α’
Ενώ διεξάγονταν τα Ίσθμια, ο Διογένης, ο οποίος, καθώς φαίνεται, βρισκόταν τότε στην Κόρινθο, πήγε στον Ισθμό. Στις εορταστικές συναθροίσεις ο Διογένης δεν πήγαινε για τους λόγους, για τους οποίους πηγαίνει εκεί ο πολύς κόσμος που θέλει να δει τους αθλητές και να περιδρομιάσει, αλλά, έχω τη γνώμη, ότι ο Διογένης πήγαινε για να παρατηρεί τους ανθρώπους και την ανοησία τους. Γνώριζε, βλέπεις, ότι στις γιορτές και τα πανηγύρια οι άνθρωποι δείχνουν τον αληθινό εαυτό τους, ενώ στον πόλεμο και γενικά στο στρατό μάλλον κρύβονται λόγω του κινδύνου και του φόβου που έχουν. Πίστευε, επίσης, ότι οι άνθρωποι γιατρεύονται ευκολότερα εδώ, αφού και οι σωματικές παθήσεις θεραπεύονται από τους γιατρούς πιο εύκολα όταν είναι έκδηλες παρά όταν κανείς τις κρύβει από φόβο κι ότι, από την άλλη, όσοι σ’ αυτές τις περιπτώσεις μένουν αφρόντιστοι πάνε γρήγορα χαμένοι. Γι’ αυτό κι ο Διογένης έτρεχε στα πανηγύρια. Κι όταν τον επιτιμούσαν γι’ αυτό, τους κορόιδευε και τους έλεγε εκείνο για το σκύλο, ότι δηλαδή τα σκυλιά πηγαίνουν στα πανηγύρια χωρίς να πειράζουν κανέναν από όσους είναι εκεί, αλλά γαβγίζουν και επιτίθενται στους κακοποιούς και τους ληστές, κι ότι όταν οι άνθρωποι μεθύσουν και τους πάρει ο ύπνος, εκείνα, τα σκυλιά, μένουν άγρυπνα και τους φυλάνε.
Μόλις ο Διογένης εμφανίστηκε στο πανηγύρι κανένας Κορίνθιος δεν του έδωσε σημασία δεδομένου ότι τον έβλεπαν συχνά στην πόλη και γύρω από το Κράνειο. Γιατί οι άνθρωποι δεν δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτούς τους οποίους συνεχώς βλέπουν και τους οποίους μπορούν να πλησιάσουν όποτε θέλουν, ενώ αντίθετα στρέφονται προς εκείνους τους οποίους βλέπουν κατ’ αραιά διαστήματα ή και που δεν τους έχουν ιδεί ποτέ ως τώρα. Έτσι, η ωφέλεια που είχαν οι Κορίνθιοι από τον Διογένη ήταν μηδαμινή, ακριβώς σαν τους άρρωστους ανθρώπους που δε θα πήγαιναν να συμβουλευτούν ένα γιατρό, τον οποίο έχουν ανάμεσά τους, αλλά σκέπτονται ότι αρκεί απλώς ότι τον βλέπουν στην πόλη.
Από τους άλλους τον πλησίασαν προπαντός όσοι έρχονταν από μακρινούς τόπους, από την Ιωνία, τη Σικελία, την Ιταλία και ορισμένοι από εκείνους που είχαν έλθει από τη Λιβύη και ορισμένοι από τη Μασσαλία και τον Βορυσθένη· κι όλοι τους πιο πολύ επειδή ήθελαν να τον δουν και να τον ακούσουν για λίγο να μιλάει, ώστε να έχουν κατόπιν να διηγούνται στους άλλους, παρά για να ωφεληθούν. Γιατί υπήρχε για αυτόν η γνώμη ότι είχε πολύ αιχμηρή γλώσσα και ότι έδινε πληρωμένες απαντήσεις. Έτσι, όπως όσοι δεν έχουν ιδέα για το μέλι του Πόντου προσπαθούν να το δοκιμάσουν, και μόλις το γευτούν αισθάνονται δυσάρεστα και το φτύνουν αμέσως, επειδή είναι πικρό και αηδιαστικό, κατά τον ίδιο τρόπο ήθελαν να δοκιμάσουν, από περιέργεια, και τον Διογένη, και μόλις εκείνος τους αποστόμωνε έστριβαν και έφευγαν. Όταν ο Διογένης καταντρόπιαζε άλλους, ευχαριστιούνταν, οι ίδιοι όμως φοβούνταν και έφευγαν. Κι όταν πάλι εκείνος χλεύαζε και περιγελούσε, το εύρισκαν εξαιρετικά διασκεδαστικό, μόλις όμως σηκωνόταν απειλητικά και μιλούσε σοβαρά, δεν άντεχαν την ειλικρίνεια της γλώσσας του. Όπως ακριβώς, νομίζω, και τα παιδιά ευχαριστιούνται όταν παίζουν με τα καλά σκυλιά, μόλις όμως αυτά αγριέψουν και γαβγίσουν πιο δυνατά, τα παιδιά ξαφνιάζονται και πεθαίνουν από το φόβο τους.
Και ο Διογένης τότε έκανε τα ίδια χωρίς να αλλάζει στάση και χωρίς να νοιάζεται αν θα τον επαινούσε ή αν θα τον έψεγε κάποιος απ’ όσους παρεβρίσκονταν εκεί, ακόμη κι αν είχε έρθει και αν συνομιλούσε μαζί του κάποιος πλούσιος ή διάσημος άνθρωπος, ένας στρατηγός ή ένας κυβερνήτης ή κάποιος από τους πολύ ταπεινούς και φτωχούς. Αλλά οσάκις κάποιος από αυτούς έλεγε ανοησίες, ο Διογένης απλώς τον περιφρονούσε, εκείνους όμως που ήθελαν να κάνουν τον σπουδαίο και περηφανεύονταν για τον πλούτο ή την καταγωγή ή για την οποιαδήποτε άλλη αξία τους, αυτούς ο Διογένης τους ζόριζε και τους στηλίτευε με κάθε τρόπο. Ορισμένοι τον θαύμαζαν ως τον πιο σοφό απ’ όλους τους ανθρώπους, σε ορισμένους άλλους έδινε την εντύπωση πως ήταν παλαβός, πολλοί τον περιφρονούσαν θεωρώντας τον ζητιάνο και εντελώς μηδαμινό άνθρωπο, μερικοί τον χλεύαζαν, κι άλλοι προσπαθούσαν να τον εξευτελίσουν πετώντας του κόκκαλα στα πόδια όπως στα σκυλιά, ενώ άλλοι πηγαίνοντας πιο κοντά τού έπιαναν το τριμμένο ρούχο, πολλοί όμως δεν τον ανέχονταν και αγανακτούσαν, ακριβώς όπως λέει ο Όμηρος για τον Οδυσσέα, ότι τον αντιμετώπιζαν με ειρωνεία οι μνηστήρες. Έτσι κι εκείνος είχε ανεχθεί για λίγες μέρες την ανάρμοστη συμπεριφορά και την αυθάδειά τους, και το ίδιο έκανε και ο Διογένης, από κάθε άποψη. Γιατί πραγματικά έμοιαζε με βασιλιά και άρχοντα, ο οποίος, ντυμένος φτωχικά, τριγυρνούσε ανάμεσα στους δούλους και τους υποτακτικούς του που γλεντοκοπούσαν αγνοώντας ποιος ήταν, και εκείνος τους ανεχόταν έτσι μεθυσμένους και αχαλίνωτους από την άγνοιά τους και τη βλακεία.
Γενικώς οι διοργανωτές των Ισθμίων, αλλά και άλλοι έγκριτοι άνθρωποι, και με επιρροή, δεν αισθάνονταν καθόλου άνετα και ήσαν επιφυλακτικοί κάθε φορά που τον συναντούσαν, και όλοι τον προσπερνούσαν σιωπηλά κοιτάζοντάς τον καχύποπτα. Όταν όμως εκείνος έφτασε να φορέσει στο κεφάλι του στεφάνι από πιτυά, οι Κορίνθιοι έστειλαν κάποιους υπηρέτες και του μήνυσαν να βγάλει το στεφάνι και να μην κάνει τίποτα παράνομο. Ο Διογένης τότε τους ρώτησε γιατί να εί ναι παράνομο που φόρεσε αυτός στεφάνι πιτυάς και να μην είναι παράνομο και για τους άλλους. Του είπε λοιπόν τότε κάποιος ότι είναι παράνομο «επειδή δεν νίκησες, Διογένη». Σε τούτο ο Διογένης απάντησε: «Έχω νικήσει πολλούς και μεγάλους ανταγωνιστές, όχι σαν αυτά τα δουλάκια που παλεύουν τώρα εδώ και πετούν δίσκο και τρέχουν, αλλά από κάθε άποψη πιο σκληροτράχηλους αντιπάλους: τη φτώχεια, την εξορία, την καταφρόνια, κι ακόμη την οργή, τη θλίψη, την επιθυμία, το φόβο και το πιο ακαταμάχητο απ’ όλα τα θηρία, την ηδονή. Αυτό που κανένας, ούτε Έλληνας ούτε βάρβαρος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το πολεμάει και το νικάει με τη δύναμη της ψυχής του, αλλά όλοι έχουν νικηθεί κι αποκάμει σε τούτο τον αγώνα, Πέρσες, Μήδοι, Σύροι, Μακεδόνες, Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι –εκτός από εμένα! Τι λοιπόν; Το αξίζω κατά τη γνώμη σας το στεφάνι εγώ, ή θα το πάρετε και θα το δώσε τε σε κάποιον που έχει φουσκώσει από το πολύ κρέας. Αυτά να πάτε να πείτε σ’ εκείνους που σας έστειλαν και, ακόμη, ότι αυτοί παρανομούν: γιατί χωρίς να έχουν νικήσει σε κανέναν αγώνα, περιφέρονται φορώντας στεφάνια. Κι επίσης ότι έχω δώσει μεγαλύτερη αίγλη στους αγώνες των Ισθμίων με το να βάλω εγώ το στεφάνι, και ότι για το στεφάνι αυτό θα έπρεπε να ανταγωνίζονται όχι άνθρωποι αλλά κατσίκια.»
Ακολουθεί β’ μέρος
ΔΙΟΓΕΝΗ ΛΑΕΡΤΙΟΥ
Διογένης ο Κυνικός
Εκδόσεις Γνώση
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/70437483982101/