17 Ιούν ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ (MAXIM GORKY)
*Ο Γκόρκι στα νεανικά του χρόνια περιπλανήθηκε πεζός σ’ όλη τη Ρωσία όπου γνώρισε τη φτώχεια και την αθλιότητα. Μία από τις εμπειρίες στις περιπλανήσεις του αυτές αφηγείται στο σύντομο διήγημα που ακολουθεί.
Μια βραδιά, κουρασμένος απ’ τη δουλειά, είχα ξαπλώσει κατάχαμα στη γωνιά ενός μεγάλου πέτρινου σπιτιού. Οι κόκκινες ακτίνες του ήλιου που βασίλευε έκαναν να φαίνονται. πιο πολύ οι βαθιές ρωγμές του τοίχου και οι κηλίδες της λάσπης.
Μέσα στο σπίτι, νύχτα και μέρα, σαν ποντίκια μέσα σε υπόγειο, τριγυρνούσαν άνθρωποι πεινασμένοι και βρόμικοι. Τα σώματά τους ήταν σκεπασμένα με κουρέλια και οι ψυχές τους ήταν το ίδιο μολυσμένες και βρόμικες σαν τα κορμιά τους.
Από τα παράθυρα του σπιτιού ξέφευγε σαν πυκνός και αργός καπνός μιας πυρκαγιάς ο βαρύς και μονότονος θόρυβος της ζωής, που κυλιόταν στη λάσπη εκεί μέσα. Βυθισμένος σε μια νάρκη, άκουγα αυτή την κολασμένη βουή.
Ξαφνικά, πλάι μου, από ένα σωρό άδεια βαρέλια και παλίες κάσες, ήρθε μια φωνή λεπτή και γλυκιά :
Νάνι νάνι το παιδάκι
το καλό μου κάνει νάνι …
Ποτέ μου δεν είχα ακούσει μέσα σ’ αυτό το σπίτι τις μητέρες να νανουρίζουν τα παιδιά τους με τόση τρυφερότητα. Σηκώθηκα αθόρυβα κι έριξα μια ματιά πίσω από τα βαρέλια. Ένα μικρό κοριτσάκι ήταν καθισμένο πάνω σε μια κάσα. Είχε γείρει το μικρό του μπουκλωτό και ξανθό κεφαλάκι, κουνιότανε ρυθμικά και ήρεμα και τραγουδούσε με ύφος στοχαστικό :
Νάνι νάνι το παιδάκι
η μαμά θα ‘ρθει σε λίγο
να του φέρει τα γλυκά του…
Με τα μικρά βρόμικα χεράκια του κρατούσε ένα ξύλινο κουτάλι, ντυμένο μ’ ένα κόκκινο κουρέλι, και το κοιτούσε με τα μεγάλα του μάτια. Είχε ωραία μάτια, φωτεινά, τρυφερά και θλιμένα, με μια θλίψη σπάνια στα παιδιά. Η έκφρασή τους μου έκανε τέτοια εντύπωση, ώστε δεν πρόσεχα πια τη βρομιά του προσώπου και των χεριών του.
Πάνω από το κοριτσάκι, σαν σύννεφο από βρόμικο καπνό, περνούσαν φωνές, βλαστήμιες, μεθυσμένα λόγια, κλάματα. Γύρω του, πάνω στη λασπωμένη γη, όλα ήταν σπασμένα, κολοβωμένα, και ο ήλιος που βασίλευε έβαφε κόκκινα τα λείψανα των ξεγοφιασμένων κασονιών. Τα έκανε να φαίνονται πένθιμα, σαν ερείπια μεγάλης οικοδομής, κατεδαφισμένης από τα ανήλεα χέρια της φτώχειας.
Έκανα μια κίνηση άθελη. Τότε το κοριτσάκι στρ΄φηκε, με διέκρινε και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου καχύποπτα. Ζάρωσε ολόκληρο σα μικρό ποντίκι μπροστά στη γάτα. Κοίταζα με χαμόγελο το προσωπάκι του, δειλό, λυπημένο και βρόμικο. Έσφιξε με δύναμη τα χείλια του και τα λεπτά βλέφαρά του τρέμισαν. Έπειτα σηκώθηκε, τίναξε με πολυάσχολο ύφος το κατασχισμένο φουστανάκι του, που μόλις διατηρούσε το πρωτινό κόκκινι χρώμα του, έβαλε την κούκλα στην τσέπη και έπειτα με μια φωνή καθαρή και παλλόμενη με ρώτησε :
– Τι κοιτάς;
Θα ήταν περίπου έντεκα χρονών. Ήταν λεπτή και αδύνατη. Με κοιτούσε προσεκτικά και τα βλέφαρά της έτρεμαν αδιάκοπα.
– Ε, λοιπόν; συνέχισε ύστερα από ένα λεπτό σιωπής. Τι θέλεις;
– Τίποτα… Παίξε… Θα φύγω αμέσως, απάντησα.
Τότε έκανε ένα βήμα προς εμένα, το πρόσωπό της κατσούφιασε και με δυσφορία μου είπε με τη λεπτή και καθαρή φωνή της :
– Έλα μαζί μου… Θα μου δώσεις δεκαπέντε καπίκια.
Δεν κατάλαβα αμέσως. Όμως θυμάμαι πως έφριξα από ένα προαίσθημα ότι θ’ άκουγα κάτι τρομερό. Εκείνο ήρθε πολύ κοντά μου, σφίχτηκε πάνω μου, και αποφεύγοντας το βλέμμα μου, συνέχισε με μια φωνή μονότονη και άχρωμη:
– Πάμε… δεν έχω όρεξη να τρέχω στους δρόμους… να γυρεύω πελάτη… ύστερα δεν μπορώ να βγω… Ο αγαπητικός της μητέρας μου πούλησε το φουστάνι μου… για ν’ αγοράσει ρακί… Πάμε!…
Χωρίς να πω λέξη την έσπρωξα απαλά. Με κοίταξε καχύποπτα, σα να μην καταλάβαινε. Τα χείλη της κινήθηκαν σπασμωδικά.
Επιτέλους σήκωσε το κεφάλι και κοιτώντας ψηλά με μάτια ορθάνοιχτα, καθαρά και θλιμμένα, μου είπε χαμηλόφωνα και στενοχωρημένα :
– Νομίζεις… επειδή είμαι μικρή… ότι θα φωνάξω… Μη φοβάσαι… Άλλοτε… είναι αλήθεια… φώναξα… αλλά τώρα πια…
Και χωρίς να τελειώσει, έφτυσε αδιάφορα κατά γης.
Απομακρύνθηκα έχοντας μέσα στην καρδιά μου μια ανέκφραστη φρίκη και το βλέμμα δύο παιδικών φωτεινών ματιών.
MAXIM GORKY
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ : Φρίξος Ηλιάδης
ΠΗΓΗ : archeia.moec.gov.cy
EIKONA : pinterest.com/pin/281543703513318/