fbpx

Αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα

Αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας  διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας (στον Σαρωνικό Κόλπο, κοντά στην Αθήνα) μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτέλεσε την σημαντικότερη σύγκρουση και την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 480 π.Χ.

Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο (ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα). Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τις περιορισμένες Ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί στο ομώνυμο στενό, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.

 

Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου.Παρ’ όλ’ αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Ο βασιλιάς Ξέρξης, βέβαιος για τη νίκη, ανέβηκε σε μία πλαγιά του βουνού Αιγάλεω για να παρακολουθήσει τη ναυμαχία. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.

 

Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ για την υποταγή της Ελλάδος παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο περσικό στρατό. Αλλά το 480 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος, και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι’ αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία.

Πηγές

 

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης…πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά».

 

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επανεγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοηθείας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ’ όλ’ αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.

 

Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα των Περσών του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηρόδοτο.

 

Υπόβαθρο

Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ.). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι’ αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν- έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ., οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.

 

Το 491 π.Χ., ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων. Πολλές από αυτές παραδόθηκαν – ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητών, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες. Τότε, το 490 π.Χ., ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια. Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.

 

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδιά του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α΄. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς η εισβολή θα ήταν μεγάλης κλίμακας, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά. Αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος έπρεπε να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να περάσει στην Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι έπρεπε να ανοιχθεί στον ισθμό του Όρους Άθως.Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη. Στις αρχές του 480 π.Χ., οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών.

 

Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ., οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ., ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες – συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ., ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και η Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.

Το 480 π.Χ., συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών. Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α΄ της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Οι Έλληνες αποφάσισαν να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, από όπου ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα και όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.

 

Στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες αντιστάθηκαν κατά των Περσών για τρεις ημέρες, πριν περικυκλωθούν από τους τελευταίους, λόγω της προδοσίας του Εφιάλτη. Οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρέμειναν στο πεδίο της μάχης, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι αποχώρησαν. Η ναυμαχία του Αρτεμισίου, σε αυτό το σημείο, βρισκόταν σε αδιέξοδο- ωστόσο, όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα της μάχης των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι υποχώρησαν.

Πρελούδιο

Ο Θεμιστοκλής, μετά την ήττα στις Θερμοπύλες, προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους, καθώς προέβλεπε την καταστροφή της. Οι Αθηναίοι έφυγαν από την πόλη και πήγαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα. Ο Θεμιστοκλής κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους, επικαλούμενος τον χρησμό της Πυθίας, ο οποίος έλεγε ότι οι Αθηναίοι θα σωθούν σε ξύλινα τείχη, δηλαδή στις τριήρεις, όπως το ερμήνευσε ο Θεμιστοκλής. Όσοι άνδρες ήταν σε θέση να πολεμήσουν μπήκαν στις τριήρεις, ενώ στην Αθήνα έμειναν λίγοι γέροι και άρρωστοι.

 

Ο στόλος των Ελλήνων κατευθύνθηκε στη Σαλαμίνα, με σκοπό να βοηθήσει την εκκένωση της Αττικής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, έστειλε επιγραφές στους Ίωνες να μην πολεμήσουν κατά των Ελλήνων:

ἄνδρες Ἴωνες, οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς πατέρας στρατευόμενοι καὶ τὴν Ἑλλάδα καταδουλούμενοι. ἀλλὰ μάλιστα μὲν πρὸς ἡμέων γίνεσθε· εἰ δὲ ὑμῖν ἐστι τοῦτο μὴ δυνατὸν ποιῆσαι, ὑμεῖς δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε καὶ αὐτοὶ καὶ τῶν Καρῶν δέεσθε τὰ αὐτὰ ὑμῖν ποιέειν. εἰ δὲ μηδέτερον τούτων οἷόν τε γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε ἢ ὥστε ἀπίστασθαι, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ἔργῳ, ἐπεὰν συμμίσγωμεν, ἐθελοκακέετε μεμνημένοι ὅτι ἀπ᾽ ἡμέων γεγόνατε καὶ ὅτι ἀρχῆθεν ἡ ἔχθρη πρὸς τὸν βάρβαρον ἀπ᾽ ὑμέων ἡμῖν γέγονε

 

Άνδρες της Ιωνίας, δεν είναι δίκαιο να πολεμάτε εναντίον των πατέρων σας και να υποδουλώνετε την Ελλάδα. Θα ήταν καλύτερο για εσάς να πολεμάτε στο πλευρό μας. Αλλά αν αυτό δεν είναι δυνατό, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μάχης να μείνετε στην άκρη και να πείσετε τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Αλλά αν δεν μπορείτε να κάνετε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αν αποφασίσετε να μείνετε με το πλευρό της μεγαλύτερης δύναμης, όταν θα έρθουμε στα χέρια, να ενεργήσετε ως δειλοί και να θυμάστε ότι είμαστε το ίδιο αίμα και ότι η αιτία της εχθρότητας με τους βάρβαρους προήλθε από εσάς.

Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό.

 

Ο Θεμιστοκλής, από την άλλη, επέμενε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να μείνει στη Σαλαμίνα για να πολεμήσει. Στο συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν τη ναυμαχία, ο Θεμιστοκλής διέκοπτε συνέχεια τον ναύαρχο των Κορινθίων, Αδείμαντο. Ο Ευρυβιάδης, τότε, του είπε ότι αυτούς που ξεκινούν πριν το σύνθημα τους ραπίζουν, ενώ ο Θεμιστοκλής του απάντησε ότι αυτοί που ξεκινούν πολύ μετά το σύνθημα δεν παίρνουν ποτέ βραβείο. Ο Ευρυβιάδης προσπάθησε να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή, ο οποίος απέφυγε το χτύπημα και είπε την γνωστή φράση πάταξον μέν, ἄκουσον δέ. Τότε ο Ευρυβιάδης ηρέμησε.

 

Ο Αδείμαντος πίστευε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να σταματήσει τους Πέρσες στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Θεμιστοκλής θύμισε στους συμμάχους τη ναυμαχία του Αρτεμισίου λέγοντας ότι η ναυμαχία σε κλειστό χώρο θα λειτουργούσε προς όφελος τους. Ο Αδείμαντος όμως αποκάλεσε απάτριν τον Θεμιστοκλή, επειδή ο Ξέρξης είχε κάψει την Αθήνα. Οργισμένος, ο Θεμιστοκλής δήλωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν την πατρίδα τους στις 200 τριήρεις που έφεραν στη Σαλαμίνα προειδοποιώντας τους Έλληνες ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να μεταβούν στην Ιταλία, όπου θα έβρισκαν καλύτερη πατρίδα και οι Έλληνες θα θυμηθούν τα λόγια του γιατί θα μείνουν χωρίς στόλο. Ο Ευρυβιάδης υποχώρησε αλλά οι άλλοι στρατηγοί, βλέποντας την Αθήνα να καίγεται και τον εχθρικό στόλο να βρίσκεται στο Φάληρο, ετοιμάζονταν να πλεύσουν στον Ισθμό της Κορίνθου.

 

Τη νύχτα, ο Θεμιστοκλής έστειλε στο περσικό στρατόπεδο τον Σίκιννο, για να πει στους Πέρσες ότι μερικοί Έλληνες σκόπευαν να φύγουν από τη Σαλαμίνα και ότι ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν. Ο Θεμιστοκλής ζήτησε επίσης από τον Σίκιννο να πει στον Ξέρξη ότι οι Πέρσες θα επικρατούσαν στον πόλεμο, όχι οι Έλληνες.

 

Δυνάμεις

Ελληνικός στόλος

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο συμμαχικός στόλος είχε 378 τριήρεις, και αναφέρει τον αριθμό των πλοίων που έστειλε κάθε πόλη-κράτος (όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα). Παρ’ ολ’ αυτά, σύμφωνα με τις προσθέσεις, οι Έλληνες διέθεταν 366 πλοία. Δεν αναφέρεται ρητά ότι όλες οι 378 τριήρεις πολέμησαν στη Σαλαμίνα (ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ) και επίσης λέει ότι οι Αιγινήτες συμμετείχαν με 30 τριήρεις (νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο). Ο ιστορικός Macaulay πιστεύει ότι η διαφορά αφορά τη φρουρά που έπλευσε από την Αίγινα. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, δύο περσικά πλοία αυτομόλησαν στους Έλληνες, ένα πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και ένα πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα ο συνολικός στόλος πρέπει να είναι 380 πλοία.

 

Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος είχε 310 τριήρεις. Ο Κτησίας ισχυρίζεται ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε μόνο 110 τριήρεις, αριθμός ο οποίος συνδέεται με τον αριθμό του Αισχύλου. Σύμφωνα με τον Υπερείδη, ο ελληνικός στόλος είχε μόνο 220 πλοία. Ο στόλος ήταν, στην πραγματικότητα, υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή, αλλά τυπικά ήταν υπό τη διοίκηση του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, όπως είχε συμφωνηθεί στο συμβούλιο του 481 π.Χ. Αν και ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να διεκδικήσει την αρχηγία του στόλου, οι αντίζηλες των Αθηναίων ναυτικές δυνάμεις (Κορίνθιοι, Αιγινήτες, Μεγαρείς) είχαν αντίρρηση και για συμβιβαστική λύση η ηγεσία του στόλου δόθηκε στη Σπάρτη, αν και δεν είχε ναυτική παράδοση.

 

Περσικός στόλος

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 1.207 τριήρεις. Ωστόσο, από αυτά τα πλοία, το 1/3 χάθηκε στη Μαγνησία, λόγω καταιγίδας, περισσότερα από 200 χάθηκαν στην Εύβοια, ενώ τουλάχιστον 50 πλοία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Αρτεμισίου.Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι αυτές οι απώλειες αντικαταστάθηκαν στο σύνολό τους, αλλά νωρίτερα αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Θράκης (και των κοντινών περιοχών) πρόσφεραν στους Πέρσες 120 πλοία. Ο Αισχύλος συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, και αναφέρει ότι 207 πλοία ήταν γρήγορα. Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Λυσίας ισχυρίζονται ότι 1.200 πλοία του περσικού στόλου συναθροίστηκαν στον Δορίσκο, την άνοιξη του 480 π.Χ. Ο αριθμός των 1.207 (μόνο για την αρχή) δίνεται επίσης από τον Έφορο, καθώς ο δάσκαλος του Ισοκράτης ισχυρίζεται ότι συναθροίστηκαν 1.300 πλοία στη Δορίσκο και 1.200 στη Σαλαμίνα. Ο Κτησίας δίνει άλλο αριθμό, χίλια πλοία,[66] καθώς ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα.

 

Ο αριθμός των 1.207 περσικών πλοίων εμφανίστηκε πολύ νωρίς στις ιστορικές αναφορές (472 π.Χ.), και οι Έλληνες φαίνεται πραγματικά να πίστευαν ότι αντιμετώπισαν τόσα πολλά πλοία. Εξαιτίας της συνοχής στις αρχαίες πηγές, μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Πέρσες είχαν 1.207 πλοία – άλλοι δεν δέχονται αυτό τον αριθμό, αναφέροντας ότι μοιάζει περισσότερο με παραπομπή στον ελληνικό στόλο στην Ιλιάδα, και γενικά θεωρείται ότι οι Πέρσες μπορούσαν να έχουν μόνο περίπου 600 πολεμικά πλοία στο Αιγαίο. Ωστόσο, πολύ λίγοι φαίνεται να δέχονται ότι στη Σαλαμίνα συμμετείχαν τόσα περσικά πλοία – ο πιο σωστός, κατά τους περισσότερους, αριθμός είναι περίπου 600-800 περσικά πλοία. Αυτός επίσης είναι ο αριθμός που δίνεται αν προσθέσουμε τον αριθμό των περσικών πλοίων μετά το Αρτεμίσιο (~550) και των ενισχύσεων (120), που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο.

Στρατηγική και τακτική

Οι Πέρσες, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, είχαν σκοπό να καταλάβουν, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, την Ελλάδα, έχοντας φέρει μεγάλες δυνάμεις. Από την άλλη, οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες σε στενούς χώρους, όπου δεν θα ήταν χρήσιμη η αριθμητική υπεροχή τους. Ο Ξέρξης δε φανταζόταν τέτοια αντίσταση, για αυτό περίμενε τέσσερις μέρες να διασκορπιστούν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες. Ο χρόνος ήταν ζωτικής σημασίας παράγων για τους Πέρσες, καθώς δεν μπορούσαν να συντηρούν τον στρατό τους για πολύ καιρό, και ο Ξέρξης επιθυμούσε να επιστρέψει γρήγορα στην Περσία. Η μάχη των Θερμοπυλών απέδειξε ότι η μετωπική επίθεση κατά των Ελλήνων ήταν άχρηστη, και ότι, με τους Σύμμαχους στον Ισθμό, η κατάληψη της Ελλάδος από την ξηρά ήταν σχεδόν απίθανη. Όμως, η μάχη των Θερμοπυλών απέδειξε επίσης ότι οι Έλληνες καταστρέφονταν όταν οι Πέρσες τους υπερφαλάγγιζαν. Για να καταστρέψει τους σύμμαχους στον Ισθμό, έπρεπε να πετύχει σοβαρή νίκη σε ναυμαχία, κάτι που θα του έδινε την ευκαιρία να τελειώσει γρήγορα και νικηφόρα τον πόλεμο. Από την άλλη, οι Έλληνες θα απέφευγαν την καταστροφή μόνο αν περικύκλωναν και κατέστρεφαν τον περσικό στόλο, όπως ήλπιζε ο Θεμιστοκλής.

 

Οι Πέρσες, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, δεν έπρεπε να είχαν πολεμήσει στη Σαλαμίνα, καθώς θα είχαν τακτικό μειονέκτημα. Ο Ηρόδοτος, στο βιβλίο Ουρανία, αναφέρεται στο συνέδριο που έγινε πριν την ναυμαχία της Σαλαμίνας, στο οποίο μόνο η Αρτεμισία τάχθηκε κατά της ιδέας για ναυμαχία στην Σαλαμίνα, λέγοντας τα εξής:

Αυτή είναι η συμβουλή μου για σένα: μην δώσεις μάχη στη θάλασσα. Οι άνδρες τους είναι ανώτεροι από τους δικούς μας στη θάλασσα όπως οι άνδρες είναι ανώτεροι των γυναικών […] Θα πρέπει να σου εξηγήσω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα για τον αντίπαλο. Αν δεν επιτεθείς αλλά κρατήσεις τον στόλο στην ακτή, ή αν επιτεθείς στην Πελοπόννησο, δέσποτα, θα πετύχεις τους στόχους σου χωρίς κόπο. Δεν θα μπορέσουν οι Έλληνες να σου αντισταθούν πολύν καιρό, θα σκορπιστούν και θα γυρίσουν στις πόλεις τους. Δεν έχουν προμήθειες σε αυτό το νησί, όπως με πληροφόρησαν, ούτε είναι φυσικό, αν στείλεις στρατό στην Πελοπόννησο, να μείνουν εδώ όσοι κατάγονται από εκεί ούτε να ναυμαχήσουν για τους Αθηναίους. Αν όμως αποφασίσεις να δώσεις ναυμαχία, φοβάμαι ότι θα κακοπάθει ο στόλος αλλά και ο στρατός συγχρόνως.

 

Οι Πέρσες είχαν αρκετά πλοία για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα και να στείλουν ένα μικρό στόλο στην Πελοπόννησο.Παρ’ ολ’ αυτά, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να δώσουν μια ναυμαχία, με την ελπίδα να αλλάξουν αποφασιστικά την πορεία του πολέμου.

 

Οι Πέρσες είχαν πλεονέκτημα, λόγω αριθμητικής υπεροχής και περισσότερων ποιοτικών πλοίων. Επίσης, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, είχαν καλύτερους ναυτικούς- τα περισσότερα αθηναϊκά πλοία (και κατ’ επέκταση το μεγαλύτερο μέρος του στόλου) είχαν δημιουργηθεί πρόσφατα και τα πληρώματα τους δεν ήταν έμπειρα.Η πιο κοινή θαλάσσια τακτική στην Μεσόγειο αυτό τον καιρό ήταν ο εμβολισμός (οι τριήρεις ήταν εξοπλισμένες με ένα έμβολο), ή η χρησιμοποίηση οπλιτών (επιβατών, όπως οι σημερινοί πεζοναύτες). Οι Πέρσες και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν έναν ελιγμό που ήταν γνωστός ως «διέκπλους». Κατά τον ελιγμό αυτόν, το πλοίο εισχωρούσε σε κενό μεταξύ πλοίων της εχθρικής παράταξης και έστρεφε απότομα, εμβολίζοντας το εχθρικό πλοίο στα πλευρά. Οι Πέρσες είχαν αρκετά έμπειρους ναυτικούς για τον ελιγμό αυτό, αλλά οι Έλληνες είχαν σχεδιάσει μια τακτική για να τον εξουδετερώσουν.

 

Υπήρξαν πολλές συζητήσεις σχετικά με το αξιόμαχο του ελληνικού και του περσικού στόλου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα, άρα και λιγότερο ευέλικτα. Σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς, τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα εκ κατασκευής ή δεν είχαν στεγνώσει από τον χειμώνα. Άλλοι αναφέρουν ότι το μεγάλο βάρος των ελληνικών πλοίων προερχόταν από το βάρος των οπλιτών (επιβατών), είκοσι από τους οποίους φαίνεται να ζύγιζαν (με τον εξοπλισμό τους) δύο τόνους. Το μεγάλο βάρος θα μείωνε τις πιθανότητες των Ελλήνων να αποκρούσουν τον διέκπλουν. Παρ’ ολ’ αυτά, φαίνεται ότι οι Έλληνες είχαν περισσότερους από το κανονικό οπλίτες, γιατί η κύρια τακτική τους ήταν η επιβίβαση (ρεσάλτο). Πράγματι, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν βύθιζαν πλοία στο Αρτεμίσιο, αλλά τα αιχμαλώτιζαν. Μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών διατυπώθηκε η άποψη ότι το μεγάλο βάρος των ελληνικών πλοίων τους επέτρεψε να αντέξουν τους ισχυρούς ανέμους στις ακτές της Σαλαμίνας και να αποφύγουν τον εμβολισμό ή μάλλον τις συνέπειές του.

 

Οι Πέρσες μπορούσαν να νικήσουν τον ελληνικό στόλο σε ναυμαχία στον ανοικτό χώρο, λόγω αριθμητικής υπεροχής και μεγαλύτερης ναυτικής εμπειρίας, ενώ οι Έλληνες μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες μόνο σε στενό χώρο, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα τους προκαλούσε προβλήματα. Η ναυμαχία του Αρτεμισίου έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, αλλά χρειάζονταν πιο στενό χώρο από ό,τι το Αρτεμίσιο. Σύμφωνα με τον Lazenby (Λάζενμπι), οι Πέρσες επιτέθηκαν στη Σαλαμίνα επειδή ήταν σίγουροι για την νίκη τους και επειδή έπεσαν στην παγίδα του Θεμιστοκλή.

Μάχη

Ο Τομ Χόλλαντ αναφέρει ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν περιγράφτηκε καλά από τις αρχαίες πηγές και είναι αδύνατο κάποιος από τους συμμετέχοντες (πλην του Ξέρξη) να έχει πλήρη εικόνα της μάχης.

 

Παρατάξεις

Όπως αναφέρει ο Διόδωρος, οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν στα αριστερά, με τους Σπαρτιάτες (μαζί με τους Αιγινήτες και τους Μεγαρείς) στα δεξιά. Ο ελληνικός στόλος φαίνεται να διαμορφώθηκε σε δύο τάξεις, λόγω του πολύ στενού χώρου. Ο Ηροδότος αναφέρει ότι ο ελληνικός στόλος εκτείνεται σε γραμμή από τον βορρά στον νότο (από τον σημερινό Άγιο Γεώργιο μέχρι την Κυνόσουρα). Ο Διόδωρος αναφέρει ότι ο ελληνικός στόλος παρατάχθηκε από την ανατολή ως τη δύση, από την Σαλαμίνα μέχρι το Αιγάλεω Όρος – θεωρείται λανθασμένο καθώς η περιοχή (Αιγάλεω Όρος) ήταν υπό την κατοχή των Περσών.

 

Ο περσικός στόλος, το απόγευμα πριν τη ναυμαχία, στάλθηκε να κλείσει την έξοδο από τα στενά. Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι οι Πέρσες εισήλθαν στα Στενά της Σαλαμίνας το σούρουπο, περιμένοντας τους Έλληνες να βγούν, έτσι ώστε να τους καταστρέψουν. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν με αυτή την άποψη, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι οι Πέρσες δεν μπορούσαν να κάνουν ελιγμούς σε στενό χώρο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Υπάρχουν δύο θεωρίες – είτε οι Πέρσες έκλεισαν την έξοδο από τα στενά και εισήλθαν στα στενά με την ανατολή του ήλιου είτε παρατάχθηκαν στα στενά την νύχτα. Οι Πέρσες περιέστρεψαν τον στόλο τους από την άκρη της Κυνόσουρας, έτσι ώστε από μια αρχική προσέγγιση ανατολής-δύσης (εμποδίζοντας την έξοδο), να έρθουν γύρω από μια ευθυγράμμιση βορρά-νότου (δείτε το διάγραμμα).Ο περσικός στόλος φαίνεται να διαμορφώθηκε σε 3 τάξεις των πλοίων (σύμφωνα με τον Αισχύλο) – με τους Φοίνικες στα δεξιά (Αιγάλεω Όρος), τους Ίωνες στα αριστερά και τους υπόλοιπους στο κέντρο.

 

Ο Διόδωρος δηλώνει ότι ο Ξέρξης έστειλε τους Αιγύπτιους να κλείσουν τον δίαυλο μεταξύ Σαλαμίνας και Μεγάρων. Αν ο Ξέρξης σκόπευε να παγιδεύσει τους Έλληνες, αυτή η κίνηση θα προκαλούσε αίσθηση (ειδικά όταν δεν περίμενε να ναυμαχήσει με τους Έλληνες). Παρόλα αυτά, ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει κάτι τέτοιο (πιθανώς παραπέμπει στην παρουσία των Αιγυπτίων στην κύρια μάχη), με μερικούς σύγχρονους ιστορικούς να απορρίπτουν τη θεωρία αυτή, ενώ άλλοι να τη δέχονται. Ο Ξέρξης επίσης έστειλε λίγο στρατό στην Ψυττάλεια, με σκοπό να σκοτώσει όσους Έλληνες κατέληγαν εκεί.

 

Πρώτη φάση 

Δεδομένου ότι οι Πέρσες αποφάσισαν να μην επιτεθούν στους Έλληνες μέχρι την ανατολή του ηλίου, είχαν αυτοί την ευκαιρία, αφού δεν σκέφτονταν να διαφύγουν, να προετοιμαστούν τη νύχτα. Μετά τον λόγο του Θεμιστοκλή, οι ναύτες επιβιβάστηκαν και τα πλοία ήταν έτοιμα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, την αυγή, όταν οι Έλληνες μπήκαν στα πλοία τους, οι Πέρσες τους επιτέθηκαν. Αν οι Πέρσες εισήλθαν στα στενά κατά το ξημέρωμα, οι Έλληνες είχαν χρόνο να πάρουν τις θέσεις τους.

 

Ο Αισχύλος δηλώνει ότι όταν οι Πέρσες εισήλθαν στα στενά, πριν δουν τον ελληνικό στόλο, είχαν ακούσει το πολεμικό τραγούδι των Ελλήνων, τον παιάνα:

 

Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,

ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ

παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,

θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.

 

Εμπρός, γιοί των Ελλήνων,

ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε

τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τους βωμούς των θεών των πατέρων σας

και τους τάφους των προγόνων σας: τώρα είναι ο αγώνας για τα πάντα.

 

Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον ισχυρισμό των Αθηναίων, ότι στην αρχή της μάχης οι Κορίνθιοι ύψωσαν τα πανιά τους και υποχώρησαν στα βόρεια και ότι επέστρεψαν όταν είχαν όλα τελειώσει – παρ’ όλ’ αυτά, οι υπόλοιποι Έλληνες δεν πίστεψαν τους Αθηναίους. Σύμφωνα με τον Χόλλαντ, οι Κορίνθιοι κατευθύνθηκαν στα βόρεια για να ελέγξουν αν υπήρχε εκεί ο αιγυπτιακός στόλος. Από την άλλη, φαίνεται ότι η υποχώρηση των Κορινθίων οδήγησε τους Πέρσες σε επίθεση.

 

Εκείνη τη στιγμή, φαίνεται ότι οι Πέρσες αποδιοργανώθηκαν, ενώ ήταν φανερό ότι οι Έλληνες ήταν έτοιμοι για επίθεση. Αλλά, αντί να επιτεθούν, οι Έλληνες υποχώρησαν. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αυτό έγινε για να παραταχθούν σε καλύτερη θέση και για να κερδίσουν χρόνο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες, καθώς υποχωρούσαν, είδαν μια γυναίκα που τους έλεγε ὦ δαιμόνιοι, μέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούεσθε (μετ. ω δαιμόνιοι, μέχρι που σκοπεύετε να φθάσετε με τα πλοία σας;).

 

Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης έδωσε το σήμα για επίθεση. Στην αρχή, ένα ελληνικό πλοίο, με ένα απλό χτύπημα, διέλυσε το πιο κοντινό περσικό πλοίο. Οι Αθηναίοι δήλωσαν ότι ήταν το πλοίο του Αμεινία, Αθηναίου από την Παλλήνη, αν και οι Αιγινήτες ισχυρίστηκαν ότι ήταν ένα από τα δικά τους πλοία. Τότε, τα ελληνικά πλοία επιτέθηκαν.

 

Κύρια μάχη 

 

Η Ναυμαχία στη Σαλαμίνα (Die Seeschlacht bei Salamis), του Γερμανού Βίλχελμ φον Κάουλμπαχ

Οι λεπτομέρειες της μάχης είναι πρόχειρες, ενώ κανένας από τους συμμετέχοντες δεν θα μπορούσε να δει τι γινόταν σε ολόκληρο το πεδίο της μάχης, πλην του Ξέρξη και των στρατηγών του. Είναι γνωστό ότι οι ελληνικές τριήρεις είχαν μεγάλο έμβολο στο μπροστινό μέρος, έτσι ώστε να καταστρέφουν τα εχθρικά πλοία. Αν ο εμβολισμός δεν έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε ξεκινούσε μάχη μεταξύ των στρατιωτών που υπήρχαν στα πλοία. Οι Έλληνες είχαν οπλίτες με βαρύ οπλισμό, ενώ οι Πέρσες φαίνεται να είχαν οπλίτες με ελαφρύτερο οπλισμό.

 

Στο θέατρο της ναυμαχίας, η πρώτη γραμμή μάχης των Περσών απωθήθηκε από τους Έλληνες, εμποδίζοντας την προώθηση της δεύτερης και της τρίτης γραμμής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, κατάφερε να χωρίσει στα δύο το δεξιό μέρος της παράταξης των Φοινίκων. Ο Αριαβίγνης (αδερφός του Ξέρξη) σκοτώθηκε στην αρχή της μάχης. Στο κέντρο, οι Έλληνες κατάφεραν να χωρίσουν τον περσικό στόλο στα δύο.

 

Ο Ηρόδοτος αναφέρει, εκείνη τη στιγμή, την ιστορία της Αρτεμισίας. Το πλοίο της είχε βρεθεί κυνηγημένο από τον Αμεινία. Τότε, για να ξεφύγει, εμβόλισε το πλοίο του Δαμασιθύμου, βασιλιά των Καλυνδέων – αυτό έπεισε τους Αθηναίους ότι το πλοίο της Αρτεμισίας ήταν φιλικό. Ο Ξέρξης, ο οποίος παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το Αιγάλεω Όρος, ρώτησε να μάθει ποιος είχε βυθίσει το πλοίο, το οποίο θεώρησε ελληνικό. Κάποιος του απάντησε πως αυτή που το βύθισε ήταν η Αρτεμισία. Τότε ο Ξέρξης είπε «οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱ δὲ γυναῖκες ἄνδρες» (μετ. οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες).Ορισμένοι Φοίνικες προσπάθησαν να κατηγορήσουν τους Ίωνες για δειλία πριν το τέλος της μάχης.Αλλά ο Ξέρξης διέταξε να αποκεφαλιστούν οι Φοίνικες επειδή είχαν κατηγορήσει τους πιο «ευγενείς» άνδρες του περσικού στόλου.

Ακολούθησε η καταδίωξη και η καταστροφή του περσικού στόλου, ο οποίος υποχώρησε στο Φάληρο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αιγινήτες τους έστησαν ενέδρα – μερικά περσικά πλοία κατευθύνθηκαν στο λιμάνι, στο Φάληρο, όπου βρίσκονταν ο περσικός στρατός. Ο Αριστείδης, μαζί με ένα σώμα οπλιτών, κατευθύνθηκε στην Ψυττάλεια, για να εξοντώσει όσους Πέρσες άφησε εκεί ο Ξέρξης.

 

Οι Έλληνες έχασαν 40 τριήρεις, ενώ οι Πέρσες φαίνεται να έχασαν 200 πλοία – είναι γνωστό ότι το επόμενο έτος είχαν 300 πλοία. Ο αριθμός των περσικών απωλειών εξαρτάται από τον αριθμό των περσικών πλοίων που θα δεχτούμε ότι βυθίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν – ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι πολλοί Πέρσες χάθηκαν επειδή δεν ήξεραν να κολυμπούν.

 

Αποτελέσματα

Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης δοκίμασε να χτίσει γέφυρα απέναντι από τα στενά για να επιτεθεί στους Αθηναίους, αλλά απέτυχε.Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε ένα πολεμικό συνέδριο μετά τη ναυμαχία, όπου ο Μαρδόνιος είπε:

 

Δέσποτα, μη λυπάσαι για αυτό που έγινε και μη το θεωρείς μεγάλη συμφορά. Δεν εξαρτάται από τα ξύλα ο αγώνας που θα μας τα δώσει όλα, αλλά από τους άνδρες και τα άλογα […] Αν θέλεις, θα επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, αν όχι, μπορούμε να περιμένουμε […] Μη κάνεις τίποτα, Βασιλιά, που θα γελοιοποιήσει τους Πέρσες στους Έλληνες, γιατί δεν φάνηκαν οι Πέρσες δειλοί. Αν οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κύλικες φάνηκαν δειλοί, δεν φταίνε οι Πέρσες […] Αν δεν θέλεις να μείνεις στην Ελλάδα, γύρισε πίσω με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και άφησέ με να υποδουλώσω την Ελλάδα για σένα με τριακόσιες χιλιάδες στρατού που θα διαλέξω εγώ.

 

Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του – ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους.

 

Οι Αιγινήτες πήραν το αριστείο της ανδρείας. Για τον στρατηγό που αρίστευσε, οι στρατηγοί ψήφισαν πρώτα τον εαυτό τους και μετά τον Θεμιστοκλή. Οι Σπαρτιάτες έδωσαν στεφάνι ανδρείας στον Ευρυβιάδη και στον Θεμιστοκλή στεφάνι αριστείας στη σύνεση και στην επιτηδειότητα.

 

Το επόμενο έτος, ο Μαρδόνιος ανακατέλαβε την Αθήνα. Αλλά, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τον Μαρδόνιο, για αυτό βάδισαν για την Αττική. Ο Μαρδόνιος υποχώρησε στη Βοιωτία, για να δελεάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν στις Πλαταιές. Στη μάχη των Πλαταιών, το ελληνικό πεζικό συνέτριψε τους Πέρσες, ενώ στη μάχη της Μυκάλης, ο ελληνικός στόλος πέτυχε σοβαρή νίκη επί του περσικού στόλου.

Σημασία

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί σημείο καμπής στους Περσικούς Πολέμους. Χάρη στη νίκη τους, οι Έλληνες κατάφεραν να επιβιώσουν, ενώ οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές υλικές ζημιές. Στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, η απειλή για την κατάληψη της Ελλάδος διαλύθηκε και οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι, χάρη στους πολέμους της Δηλιακής Συμμαχίας, κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία, και βοήθησαν τους Αιγύπτιους στην εξέγερση τους κατά των Περσών- αυτά τα γεγονότα μείωσαν το γόητρο των Περσών.

 

Οι μάχες στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα θεωρούνται σήμερα «θρυλικές», λόγω των δυσμενών συνθηκών για τους Έλληνες και της μεγάλης ανισότητας των δυνάμεων. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ιστορία. Για να υποστηρίξουν αυτή την άποψη, δηλώνουν ότι αν οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία, η πιθανή κατάληψη της Ελλάδας από τους Πέρσες θα σταματούσε την ανάπτυξη του ελληνικού και του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού. Αυτή η οπτική γωνία βασίζεται στην προϋπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, όπως η φιλοσοφία, η επιστήμη, η ατομική ελευθερία και η δημοκρατία έχουν τις ρίζες τους στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Παρόλα αυτά, ο Χόλλαντ υποστηρίζει ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορούσε να αναπτυχθεί και υπό την περσική κυριαρχία – και φέρνει ως παράδειγμα τους Ίωνες που είχαν διατηρήσει τον πολιτισμό τους, παρόλο που αυτός ο πολιτισμός δεν ήταν δημοκρατικός και στερείται πολλών χαρακτηριστικών (ατομική ελευθερία, δημοκρατία) για τα οποία φημίζεται ο αθηναϊκός πολιτισμός. Η πολιτιστική ακμή της Αθήνας σημειώθηκε αμέσως μετά τη νίκη στους Περσικούς Πολέμους.

 

Όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα, είναι δύσκολο να βγουν συμπεράσματα, λόγω της αβεβαιότητος για το τι πράγματι συνέβη. Οι Έλληνες επέλεξαν το χώρο όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική, αλλά αυτή τη φορά βασίστηκαν και στην άσκοπη επίθεση των Περσών. Πάντως, θεωρείται ότι το πιο σημαντικό μάθημα είναι η εξαπάτηση των Περσών από τον Θεμιστοκλή.

Ο Τύμβος των Σαλαμινομάχων

Προς τιμήν των πεσόντων στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας o γλύπτης Αχιλλέας Βασιλείου, φιλοτέχνησε το έργο τέχνης «Ο τύμβος των Σαλαμινομάχων», που εγκαινιάστηκε το 2006 στην Κυνόσουρα της Σαλαμίνας. Βέβαια η τοποθέτηση του έργου δεν ήταν άλλη παρά δύσκολη καθώς, λόγω πολιτικών συμφερόντων υπήρχαν έντονες διαμάχες. Ωστόσο χάρις την εξέγερση των πολιτών της Σαλαμίνας η γλυπτική σύνθεση κατάφερε να εγκατασταθεί επιτυχώς στο σημείο του Τύμβου των Σαλαμινομάχων.

 

 

 

 

 

 

Πηγή: WIKIPEDIA

 

 

Εικόνα: Wilhelm von Kaulbach, “The Battle of Salamis,” 1868



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram