
26 Ιούν Περί της δόξας (ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ) | Μέρος Α’
Είμαστε όλοι μας κούφιοι και κενοί: δεν χρειάζεται να γεμίσουμε τους εαυτούς μας με αέρα και λέξεις· μας χρειάζεται ύλη γερή για να διορθωθούμε, Ένας πεινασμένος άνθρωπος, θα ήταν πολύ ανόητο να ψάχνει να βρει κάποιο ωραίο ρούχο, αντί να προνοήσει για ένα καλό γεύμα: πρέπει να σπεύδουμε στα επείγοντα.
Ο Χρύσιππος και ο Διογένης υπήρξαν οι πρώτοι και σταθερότεροι εκφραστές της περιφρόνησης της δόξας και, μεταξύ όλων των απολαύσεων, έλεγαν πως δεν υπήρχε καμιά πιο επικίνδυνη ούτε αξιότερη αποφυγή, από εκείνη που προέρχεται από την επιδοκιμασία των άλλων. Και πράγματι η πείρα μάς κάνει να αντιλαμβανόμαστε πόσο ιδιαιτέρως επιβλαβείς είναι πολλές προδοσίες της. Δεν υπάρχει τίποτα που να φαρμακώνει τόσο τους ηγεμόνες όσο η κολακεία, ούτε τίποτα από το οποίο οι κακοί να κερδίζουν ευκολότερα υπόληψη γύρω τους· ούτε μαστρωπεία τόσο ταιριαστή και τόσο κοινή να διαφθαρεί η αγνότητα των γυναικών, από το να τις χορτάσεις και να τις διασκεδάσεις με τα εγκώμιά τους.
Το πρώτο γήτεμα που οι Σειρήνες χρησιμοποιούν για να ξεγελάσουν τον Οδυσσέα, είναι τέτοιας φύσης:
Έλα προς εμάς, έλα, Οδυσσέα πολυπαινεμένε,
απ’ όσους γέννησε η Ελλάς εσύ πιο αντριωμένε.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Εκείνοι οι φιλόσοφοι [που προανέφερα] έλεγαν πως όλη η δόξα του κόσμου δεν άξιζε ούτε να απλώσει το δάχτυλο ένας εχέφρων άνθρωπος για να την αποκτήσει – η μεγαλύτερη δόξα τι άλλο θα ’ναι από δόξα; (ΚΙΚΕΡΩΝ) – εννοώ να την αποκτήσει για αυτήν και μόνο· γιατί συχνά σέρνει πίσω της αρκετά πλεονεκτήματα, για τα οποία μπορεί να καταστεί επιθυμητή. Η δόξα κάνει να μας βλέπουν με καλό μάτι, μας εκθέτει λιγότερο στις προσβολές και στις ύβρεις των άλλων και ούτω καθεξής.
Αυτό ήταν επίσης ένα από τα κύρια παραγγέλματα του Επίκουρου· γιατί το αξίωμα της σχολής του ΚΡΥΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ [Λάθε βιώσας] (που εντέλλεται στους ανθρώπους να μην φορτώνονται δημοσίως δουλειές και υποθέσεις), προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι περιφρονούμε τη δόξα, που είναι η επιδοκιμασία, την οποία προσφέρει ο κόσμος για τις πράξεις που του επιδεικνύουμε. Αυτός ο φιλόσοφος που μας διατάζει να κρυβόμαστε και να μη φροντίζουμε παρά για τον εαυτό μας και ο οποίος θέλει να παραμένουμε άγνωστοι στους άλλους, θέλει ακόμα λιγότερο να μας τιμούν και να μας δοξάζουν οι άλλοι. Έτσι, συμβουλεύει τον Ιδομενέα να μην κανονίζει καθόλου τις πράξεις του σύμφωνα με την κοινή γνώμη και φήμη εκτός και αν πρόκειται να αποφύγει τις άλλες περιστασιακές ενοχλήσεις, που η καταφρόνια των ανθρώπων θα μπορούσε να του προκαλέσει.
Αυτά τα επιχειρήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, πέρα ως πέρα αληθινά και λογικά. Είμαστε όμως, δεν ξέρω πώς, διπλοί μέσα μας, πράγμα που κάνει ώστε αυτό που πιστεύουμε, δεν το πιστεύουμε και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτά που καταδικάζουμε.
Ας δούμε τα τελευταία λόγια του Επίκουρου και που τα λέει πεθαίνοντας. Είναι σπουδαία και άξια ενός τέτοιου φιλοσόφου, έχουν ωστόσο κάποιο αποτύπωμα της μέριμνάς του για την φήμη του ονόματος του και κάποιο στοιχείο εκείνης της αντιμετώπισης που είχε αποκηρύξει με τις αρχές του. Να ένα γράμμα που υπαγόρευσε λίγο πριν την τελευταία του πνοή:
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΠΡΟΣ ΕΡΜΑΧΟΝ, ΧΑΙΡΕ
Ενώ περνούσα την ευτυχισμένη και ακριβώς την τελευταία μέρα του βίου μου, έγραφα αυτό εδώ, με συνοδεία πάντως τέτοιον πόνο στην ουροδόχο κύστη και στα σωθικά, ώστε τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί στο μέγεθός του. Ο πόνος αντισταθμιζόταν όμως από την ηδονή που έφερνε στην ψυχή μου η ανάμνηση των λύσεων και των επιχειρημάτων μου. Εσύ λοιπόν, όπως απαιτεί η συμπάθεια που είχες από τα μικρά σου χρόνια προς εμένα και προς τη φιλοσοφία, ανάλαβε την προστασία των παιδιών του Μητρόδωρου.
Να το γράμμα του. Και αυτό που με κάνει να συμπεραίνω ότι η ηδονή που λέει πως νιώθει στην ψυχή του για τις φιλοσοφικές λύσεις του, αφορά κάπως τη φήμη που προσδοκούσε να αποκτήσει μετά το θάνατό του, είναι η επιταγή της διαθήκης του, με την οποία ορίζει οι κληρονόμοι του Αμινόμαχος και Θυμοκράτης να καταβάλλουν τα έξοδα που ο Έρμαχος θα όριζε, για να γιορτάζονται τα γενέθλιά του κάθε Ιανουάριο, καθώς και όλες οι δαπάνες, που θα γίνονταν την εικοστή μέρα κάθε σεληνιακού μήνα για την δεξίωση των πιο οικείων του φιλοσόφων, που θα συνάζονταν προς τιμή της μνήμης της δικής του και του Μητροδώρου.
Ο Καρνεάδης υπήρξε ο αρχηγός της αντίθετης σχολής (της πλατωνικής) και υποστήριξε πως η δόξα ήταν επιθυμητή για αυτή την ίδια, όπως ακριβώς εναγκαλιζόμαστε τους επιγενόμενους για αυτούς τους ίδιους, παρ’ όλο που δεν έχουμε καμιά γνώση ούτε επαφή μαζί τους. (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ)
Αυτή η γνώμη δεν παρέλειψε να γίνει πλατύτερα αποδεκτή, όπως με προθυμία γίνονται αποδεκτές οι γνώμες που περισσότερο προσαρμόζονται στις τάσεις μας. Ο Αριστοτέλης δίνει στη δόξα την πρώτη σειρά μεταξύ των εξωτερικών αγαθών: “Απόφυγε, σαν δύο κάκιστα άκρα, και να αναζητάς τη δόξα και να την αποφεύγεις”.
Πιστεύω πως αν είχαμε τα βιβλία που ο Κικέρων έγραψε περί αυτού του θέματος, θα μας διηγόταν πολλά χαριτωμένα· γιατί αυτός ο άνθρωπος κυριευόταν από τέτοια λύσσα για δόξα, ώστε, αν είχε τολμήσει, θα είχε – πιστεύω – πρόθυμα πέσει στην υπερβολή όπου έπεσαν άλλοι: ότι η ίδια η αρετή δεν είναι επιθυμητή, παρά για την τιμή που πάντα στέκεται πίσω της:
λίγο διαφέρει η θαμμένη νωθρότητα
από την κρυμμένη αρετή. (ΟΡΑΤΙΟΣ)
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/on-the-glory-part-b-1315/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/on-the-glory-part-c-1316/
ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ
ΔΟΚΙΜΙΑ
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/366691594641681409/