05 Ιούν Είχε μπουχτίσει με το χρήμα, είχε μπουχτίσει με τις γυναίκες, είχε μπουχτίσει… (OSHO) | Μέρος Β’
Κάθε στιγμή, ο θάνατος πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Ο μοναχός έκανε την πρώτη κίνηση και φαινόταν τόσο ήρεμος και γαλήνιος που ο νεαρός σκέφτηκε: “Ο θάνατος είναι βέβαιος!”
Όταν όμως εξαφανίστηκαν οι σκέψεις, απορροφήθηκε τελείως από τη στιγμή. Όταν εξαφανίστηκαν οι σκέψεις, ξέχασε επίσης κι ότι τον περίμενε ο θάνατος.
Ξέχασε τον θάνατο, ξέχασε τη ζωή και απορροφήθηκε τελείως από το παιχνίδι.
Σιγά – σιγά, καθώς ο νους εξαφανίστηκε εντελώς, άρχισε να παίζει όμορφα. Ποτέ του δεν είχε παίξει τόσο όμορφα. Στην αρχή κέρδιζε ο μοναχός. Μέσα σε λίγα λεπτά όμως, ο νεαρός άρχισε να κάνει όμορφες κινήσεις και ο μοναχός άρχισε να χάνει.
Μόνο η στιγμή υπήρχε – μόνο το παρόν. Το σώμα του σταμάτησε να τρέμει, ο ιδρώτας εξατμίστηκε. Ήταν σαν φτερό, ανάλαφρος. Όλο του το σώμα ένιωθε σαν να μπορούσε να πετάξει. Ο νους του δεν βρισκόταν πια εκεί. Η αντίληψή του έγινε καθαρή, απόλυτα καθαρή και μπορούσε να δει πέντε κινήσεις μπροστά. Ποτέ του δεν είχε παίξει τόσο όμορφα. Μέσα σε λίγα λεπτά, θα νικούσε τον μοναχό. Η νίκη του ήταν βέβαιη.
Τότε, ξαφνικά, όταν τα μάτια του καθάρισαν κι έγιναν σαν καθρέφτης, όταν η αντίληψή του ήταν βαθιά, κοίταξε τον μοναχό. Ήταν τόσο αθώος! Δώδεκα χρόνια διαλογισμού – είχε γίνει σαν λουλούδι. Δώδεκα χρόνια πειθαρχίας – είχε γίνει απόλυτα αγνός. Ούτε επιθυμία ούτε σκέψη ούτε στόχος ούτε σκοπός υπήρχαν για εκείνον. Ήταν τόσο αθώος – ούτε παιδί δεν είχε την αθωότητά του. Το όμορφο πρόσωπό του, η καθαρότητά του, τα μάτια του στο μπλε του ουρανού…
Ο νεαρός άρχισε να νιώθει συμπόνια για τον μοναχό. Αργά ή γρήγορα ο δάσκαλος θα του έκοβε το κεφάλι. Τη στιγμή που ένιωσε συμπόνια, άνοιξαν οι πόρτες του άγνωστου… η καρδιά του άρχισε να γεμίζει με κάτι απόλυτα άγνωστο. Ένιωσε τόση ευδαιμονία. Ποτέ του δε είχε νιώσει τέτοια ευδαιμονία, τέτοια ομορφιά, τέτοια ευλογία.
Τότε, άρχισε να κάνει σκόπιμα λάθος κινήσεις, επειδή ήρθε στο νου του η σκέψη: “Αν σκοτωθώ εγώ, δεν θα χαθεί τίποτα. Εγώ δεν έχω καμία αξία. Αν όμως σκοτωθεί αυτός ο μοναχός, θα χαθεί κάτι όμορφο…” Έτσι, άρχισε να κάνει συνειδητά λάθος κινήσεις, για να κερδίσει ο μοναχός.
Εκείνη τη στιγμή, ο δάσκαλος αναποδογύρισε το τραπέζι, έβαλε τα γέλια και είπε: “Κανένας δεν πρόκειται να χάσει. Έχετε κερδίσει και οι δύο”.
Συνέβησαν δύο βασικά πράγματα: διαλογισμός και συμπόνια.
Ο νεαρός είπε: “Εξήγησέ μου. Δεν κατάλαβα τι συνέβη. Είμαι ήδη άλλος άνθρωπος. Δεν είμαι ο ίδιος που ήμουν όταν ήρθα, πριν από λίγη ώρα. Τι θαύμα έκανες;”
Ο δάσκαλος είπε: “Επειδή ο θάνατος κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι σου, δεν μπορούσες να σκεφτείς. Ο θάνατος βρισκόταν τόσο κοντά, που δεν υπήρχε κανένα κενό ανάμεσα σ’ εσένα και το θάνατο και οι σκέψεις χρειάζονται χώρο για να κινηθούν. Δεν υπήρχε καθόλου χώρος, οπότε η σκέψη σταμάτησε. Ο διαλογισμός συνέβη αυθόρμητα.
Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, επειδή αυτού του είδους ο διαλογισμός, που συμβαίνει σε έκτακτη ανάγκη, θα χαθεί.
Όταν η έκτακτη ανάγκη φύγει, αυτός ο διαλογισμός θα χαθεί.
Όποτε συμβαίνει πραγματικά ο διαλογισμός, όποια κι αν είναι η αφορμή, ακολουθεί η συμπόνια. Η συμπόνια είναι το άνθισμα του διαλογισμού.
Αν δεν έρθει η συμπόνια, ο διαλογισμός σου είναι κάπου λάθος.
Ύστερα κοίταξα το πρόσωπό σου. Ήσουν γεμάτος ευδαιμονία και τα μάτια σου έγιναν σαν μάτια Βούδα. Κοίταζες το μοναχό και σκέφτηκες: Είναι προτιμότερο να θυσιαστώ εγώ, από το να σκοτωθεί αυτός ο μοναχός. Αυτός ο μοναχός είναι πιο πολύτιμος από μένα”.
Αυτό είναι συμπόνια – όταν ο άλλος γίνεται πιο πολύτιμος από σένα. Αυτό είναι αγάπη – όταν μπορείς να θυσιάσεις τον εαυτό σου για τον άλλον.
ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΦΤΕΡΑ
OSHO
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΕΜΠΕΛ