21 Ιούν Η ψυχοκόρη (ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΗΤΣΟΥ)
Από υπηρέτρια στην πατρίδα της, μετανάστρια στη Γερμανία για τριάντα ολόκληρα χρόνια, και μετά… επαναπατρισμός, ένα σπιτάκι για ξεκούραση, επισκέψεις στους τάφους, οι πρώτες ανημπόριες, οι ρευματισμοί, τα αρθριτικά. Για γιατρό δε χρειαζόταν να ψάξει: ήταν εκεί, στο ιατρείο του πατέρα του που τόσα χρόνια από τη ζωή της το καθάριζε και το ξεσκόνιζε (τα πιο ωραία για όσους τα ζουν κατά την ηλικία τους, δύσκολα για κείνη που βίαια, στα δεκατρία της, αποσπάστηκε από τ’ αδέρφια της, τους γονείς της, τα γειτονόπουλά της, για να υπηρετήσει τους γονείς του και τον ίδιο που τον βρήκε νήπιο και τον άφησε φοιτητή της Ιατρικής, για να παντρευτεί, να την παντρέψουν δηλαδή, αφού ήταν κι αυτό υποχρέωσή τους, ως ψυχοκόρη τους που τη θεωρούσαν).
Τον επισκέφτηκε, λοιπόν, στραπατσαρισμένη από τις σπεύδουσες φθορές και από τους κυκλώνες της ζωής. Δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να αλληλογνωριστούν:
-Μάκη μου, λεβέντη μου!
-Αλεξάνδρα μου! Αλεξάνδρα αδερφή μου!
………………………..
Εκείνη, για τα μάτια του, κρατιόνταν καλά, παρά τη γκρίνια της για προβλήματα.
Εκείνος, για τα μάτια της, αγνώριστος. Με πολλή προσπάθεια συγκράτησε την έκπληξή της. Ένα τσουβάλι σάρκες τής φάνηκε. Τα μάτια του, το βλέμμα του, σαν από καιρό καταποντισμένα σε θολά, λιμνάζοντα νερά. Κάτι σπινθήρισε για λίγο στις κόχες τους όταν την κοίταξε, αλλά γρήγορα βυθίστηκαν στη θολούρα του βυθού τους. Πάντως, τα όνειρα των γονιών του για τον μοναχογιό τους, πραγματοποιήθηκαν: και γιατρός έγινε με πλούσια πελατεία απ’ ότι διαπίστωσε, και παντρεύτηκε εκείνη που από τα φοιτητικά του χρόνια καπάρωσαν για κείνον απ’ ότι ενημερώθηκε, και παιδιά απόκτησε. Στα μάτια του κόσμου, σίγουρα, επιτυχημένος και τυχερός από κάθε άποψη.
Γύρισε στο σπίτι με μια σακούλα φάρμακα και με το βάρος των εσώψυχών της να έχει φορτώσει αβάσταχτα την κούρασή της. Μονολογώντας, πάσχιζε ν’ αλαφρώσει από αυτό: «όχι, όχι, είναι άδικο να τσακίζεται έτσι ο άνθρωπος. Δεν πάει να λέει η κοινωνία ό,τι θέλει. Δεν πάει να λέει η εκκλησία ό,τι θέλει. Τέτοια δυστυχία δε σηκώνεται, καμιά άλλη προκοπή δεν την ισοφαρίζει. Ο άνθρωπος είναι νεκρός, ναι…, δεν είναι αυτός ο Μάκης που άφησα τότε. Ο άνθρωπος, φαίνεται, υποφέρει».
Το ‘φερε η τύχη λίγο μετά, να γνωρίσει την οικογένειά του, τα τρία παιδιά του: δύο κόρες κι έναν γιο, και να υπολογίσει ότι αυτή του η ευτυχία ίσως κατεύναζε κάπως τις μέσα του τρικυμίες. Ωστόσο, η εκπληκτική ομοιότητα του μικρού Ιωάννη μ’ αυτόν, τής ξύπνησε εκείνα τα πρώτα χρόνια που, δεκατριών περίπου εκείνη και πέντε περίπου εκείνος, τον ένοιωσε σαν μικρό της αδερφό που μεγαλώνανε μαζί και όχι σαν υπηρέτρια που απλά τον φρόντιζε μαζί με τους άλλους.
Έβγαλε από το μπουφέ το άλμπουμ με φωτογραφίες εκείνου του καιρού. Ο μονόλογός της ξαναβρήκε μέσα της τον ρυθμό του: «ήταν θησαυρός για μένα τότε, μια υπηρετριούλα, να έχω άλμπουμ, κι αυτό χάριν της κυράς μου που πάντα εμφάνιζε μια παραπάνω φωτογραφία για μένα. Εκείνη μου χάρισε και το άλμπουμ το οποίο, όταν επισκεπτόμουν τους δικούς μου, το έπαιρνα μαζί μου για να βλέπουν πού και πώς ζούσα, και να μην ανησυχούν για μένα». Στάθηκε σ’ εκείνη όπου, έφηβος εκείνος (στο πρώτο έτος της Ιατρικής), δεσποινίδα εκείνη με λουλουδάτο μίνι, κι αγκαλιασμένοι οι δυο τους, με τους γονείς του εκατέρωθεν και τη γιαγιά του μπροστά τους, καθισμένη σε σκαμνάκι, χάριζαν στο φακό χαμόγελο πιο φωτεινό κι από τον ήλιο. Εύλογα θα συμπέραινε κανείς πως ήσαν οι ερωτευμένοι της οικογένειας. Ποιος να ‘ξερε όμως, εκτός… από εκείνη. Φοβόταν και τους τοίχους του σπιτιού, κι ίσως αυτόν τον φόβο να πάσχιζε να εξοστρακίσει εκείνο το φωτεινό της χαμόγελο. Ήταν εκείνη την Κυριακή που πήγαν οικογενειακώς στο χωριό της γιαγιάς, φωτογραφήθηκαν στην αυλή της από πλανόδιο φωτογράφο που τις Κυριακές περιφέρονταν για να προλάβει τους χωριανούς με τα «καλά» τους ρούχα, και μετά στο τραπέζι όπου ο Μάκης περιόρισε την προτίμησή του στα «άσπρα» μακαρόνια, ενώ όλοι τους ριχτήκανε στη σάλτσα και στους βουτηγμένους σ’ αυτή μεζέδες. Πάντα, κάτι τέτοιες στιγμές, θυμόταν και κάποιο χωρατό από τα παιδικά της, και το διηγούνταν για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Μάκη:
«… Που λες, Μάκη μου, κάποια Κυριακή που η μάνα μου έβραζε προβατίνα, κατέβασα από το ράφι το τελευταίο πακέτο μακαρόνια. Το άνοιξα και μαύρισε ο τσιμεντένιος πάγκος του νεροχύτη μαμούνια. – Τίναξέ τα, τίναξέ τα, η μάνα μου, – τινάζονται ρε μάνα τα μακαρόνια; εγώ, – τινάζονται και παρατινάζονται, εκείνη, χτυπώντας με τη μια γροθιά της την άλλη με την οποία κρατούσε σφιχτά το μακαρόνια…, και στο τραπέζι μετά, όταν σερβιρίστηκε το φαγητό: -Τι είναι αυτά τα μαυράκια ρε μάνα; ο μικρός αδερφός, και: – ρίγανη, μανάρι μου, ξέχασα κι έριξα ρίγανη αντί για πιπέρι, φάε, η ρίγανη θα καθαρίσει και το άντερό σου, η μάνα μου. Προβατίνα με μαμούνια…, έφαγα κι απ’ αυτή Μάκη μου, κι ήταν πεντανόστιμη!». Γελούσε ο Μάκης, κακαριστά σχεδόν για να εκφράσει την κοροϊδία του, μ’ έναν μορφασμό την αηδία του αλλά και τη δικαίωσή του ταυτόχρονα που επέμενε να τρώει τα μακαρόνια «άσπρα». Δεν ξέρω τί μού έβγαζε αυθόρμητα τέτοιες διηγήσεις προς τον Μάκη. Ίσως η εμονική του προτίμηση στα άσπρα μακαρόνια, μόνο με βούτυρο και τυρί, ενώ στο χωριό μου έτρωγαν κρέας αραιά και πού, Χριστούγεννα και Πάσχα. Τόσο εμονική όσο και η προτίμησή του στα φούτερ και μπουφάν μόνο με κουκούλα, ποτέ με σκέτη λαιμόκοψη ή γιακά. Ίσως και για να διασκεδάσω την αηδία που έκφραζε με μορφασμούς κάθε φορά που, ακολουθώντας με χαρούμενος στο κατάστημα παραδοσιακών και εδώδιμων προϊόντων όπου μ’ έστελνε με μια λίστα ψώνια η κυρά μου, έβλεπε τον μπακάλη να βουτάει τα γυμνά του χέρια σ’ ένα τσουβάλι με όσπρια απ’ όπου ξεπετιούνταν χορεύοντας τα μαμούνια, ή σ’ ένα βαρέλι με τυρί που στην επιφάνεια τής αρμύρας του χοροπηδούσαν τα πηδούλια, ή με παστά απ’ όπου σου χτυπούσε κυριολεκτικά η βαρειά μυρουδιά τα ρουθούνια, και μετά να τα σκουπίζει με μια βρώμικη πετσέτα. Αν δεν υπήρχαν οι φωτογραφίες του φίλου του Οδυσσέα – γιου του μπακάλη – κρεμασμένες πάνω από το ταμείο, στη μία μαθητής του δημοτικού με τη μάνα του δίπλα, και στην άλλη ώριμος έφηβος, έχω την αίσθηση ότι δεν θα επέμενε τόσο να έρχεται μαζί μου. Τη χάζευε, αφοσιωμένος θαρρείς, τόσο που μπορεί να υποψιαζόσουν ότι ζήλευε την ομορφιά του, την ανάπτυξή του, μιας κι εκείνος, με τα σπυράκια τής ακμής ακόμη και με αδύνατα τα μπράτσα του και τους μηρούς, υπέβαλε τον εαυτό του στη βάσανο της σύγκρισης. Εγώ όμως που τον ένοιωθα καλύτερα κι απ’ τον εαυτό μου, διάβαζα στα μάτια του θαυμασμό και μια αλλόκοτη διείσδυση στην ασπρόμαυρη θωριά του… Αστραπιαία τότε πέρασε απ’ το μυαλό μου η σκέψη ότι θα τον κερδίσει επαγγελματικά η φωτογραφία, και φαντάστηκα την αντίδραση των γονιών του, αν ποτέ τούς το αποκάλυπτε. Ήρθε ο επόμενος Ιούνης να προσγειώσει τη φαντασία μου: με τις ώρες κλεισμένος στη σοφίτα, παραδομένος στα διαβάσματα για τις εξετάσεις. Ανέβηκα ως ψηλά στα σκαλοπάτια και τον φώναξα. Αν και γνώριζε την καθιερωμένη ώρα φαγητού, αργούσε να κατέβει. Μετά από επιμονή μου, ξεκλείδωσε και ταραγμένος όρμησε προς τα σκαλιά. «Μάκη μου! τα χείλη σου! τι έπαθαν παιδί μου;». Αλαφιασμένος επέστρεψε στο δωμάτιο τρίβοντάς τα με τα δάχτυλα, και μονολογώντας: «ωχ! το μελάνι απ’ το στυλό…». Κατέβηκε με δροσερό το πρόσωπο απ’ το νερό που έριξε. Τρώγαμε κι εκείνος όλο και ψαχούλευε με τα δάχτυλά του τα μάγουλα και το μέτωπο. Μια ανεπαίσθητη μαύρη γραμμή στην άκρη των βλεφάρων τού ενός ματιού του, περνούσε απαρατήρητη από κάποιους σαν τους γονείς του που βιάζονταν να τελειώσουν το φαγητό για τη σιέστα του ζεστού μεσημεριού. Εγώ, όσο εκείνος ήταν σκυμμένος στο πιάτο του, έψαχνα κι άλλα τέτοια ανεπαίσθητα σημάδια και… διέκρινα αρκετά… Για φαντάσου, αναλογίστηκα, να τον προορίζουν για γιατρό κι εκείνος να ονειρεύεται να γίνει κλόουν.
Προς το τέλος του μήνα, με προτροπή της κυράς μου, μάζεψα αρκετά πολυφορεμένα αλλά σε καλή κατάσταση ακόμη ρούχα μου (φρόντιζε η ίδια για το ντύσιμό μου σαν να ήμουν κόρη της), κάποια ζευγάρια παπούτσια καλοδιατηρημένα, με τακούνι μοντέρνο, μού έδωσε και κάποια δικά της. Τα καλοδίπλωσα να είναι έτοιμα, όταν με άδεια μιας βδομάδας θ’ ανέβαινα στους δικούς μου. Ήξερα πόσο εκτιμούσαν εκεί πάνω ρούχα σαν κι ετούτα της πόλης. Με κάποιες επιδιορθώσεις τα προσάρμοζαν οι αδερφές μου στο κορμί τους και μεταμορφώνονταν σε καινούργια.
Τη μέρα που τα τοποθετούσα ένα – ένα σε βαλίτσες, διαπίστωσα ότι έλειπε ένα φόρεμα με μπλε πουά και δαντέλα στη λαιμόκοψη και στα μανίκια, δύο κομπινεζόν με πλατιά δαντέλα κι αυτά, κάποια μπλουζάκια και… ένας στηθόδεσμος τον οποίο αποφάσισα να θυσιάσω προς έκπληξη της μικρότερης αδερφής μου που αναπτύχθηκε απότομα. Η απορία μου μ’ έκανε να ψάξω και το σάκο με τα παπούτσια. Έλειπε κι από κει ένα ζευγάρι ξώφτερνες γόβες, ψηλοτάκουνες. Υπέθεσα ότι η κυρά μου το ξανασκέφτηκε και έβγαλε μερικά για να τα χαρίσει σε κάποια γνωστή της που τα είχε ανάγκη. Με καθησύχασε εντελώς η αναθύμηση ότι έδινε σε φιλανθρωπικές ομάδες της ενορίας, κατά καιρούς, ρούχα δικά της, του γιατρού, του Μάκη, σεντόνια, πετσέτες, χρηστικά σκεύη ελάχιστα τραυματισμένα. Έτσι, δεν της είπα τίποτε για να μην τη φέρω σε δύσκολη θέση. Μπορεί και να είχε αλλάξει γνώμη για κάποια. Εξ άλλου, για υπηρέτρια, ήμουν πολύ τυχερή.
Γύρισα από το χωριό με την μισή μου καρδιά ακόμη εκεί. Βρήκα και την κυρά μου κουρασμένη – είχε ξεσυνηθίσει από δουλειές του σπιτιού. Κι ετούτο, έτσι όπως έμενε ανοιχτό κατακαλόκαιρο, πνίγονταν στη σκόνη. Βιάστηκα να ξεκινήσω τη λάτρα: ιατρείο, σπίτι, σοφίτα, ταράτσα, αποθήκη, περίμεναν τα ακροδάχτυλά μου. «Ανέβα στην ταράτσα» με προέτρεψε η κυρά, «πλύνε την και μετά τα παντζούρια, έστω απ’ έξω. Είναι πάνω ο Μάκης με τον Οδυσσέα του μπακάλη. Κολλητάρια γίνανε. Ας είναι καλά…, τελειώνει την Ιατρική και του δίνει συμβουλές για τις σπουδές του, αν και τούτον το δικό μας δεν τον βλέπω και τόσο πρόθυμο. Σαν να κάνει αγγαρεία. Κι αυτόν τον αποκλεισμό μας από κει πάνω! Τι να πω! Άβατο το ‘χει κάνει για μας. Μπας και φύγει για σπουδές για να το φρεσκάρουμε, ν’ αναπνεύσει.
Ανέβηκα ορεξάτη, το νερό μού άνοιγε την όρεξη για λάτρα. Μιας και θα ξεκινούσα από τα παντζούρια, χτύπησα ελαφρά την πόρτα του μην και τον ενοχλήσω. Καμιά απόκριση. Έτρεξα στη μπαλκονόπορτα. Ούτε που ακουγόταν κάτι…, μόνο ο θόρυβος από τον ανεμιστήρα οροφής. Τη χτύπησα κι εκείνη ελαφρά αλλά καμιά απόκριση. Έσκυψα στο μικρό μεταξύ των εξώφυλλων άνοιγμα για να δω αν κοιμάται ή διαβάζει. Αντάριασα σύγκορμη σαν αντίκρυσα το «θάμα» της σιωπής: στην αγκαλιά του μαντραχαλά φίλου του ο Μάκης, κουρνιασμένος σαν μωρό, και να κοιμούνται και οι δυο μακάριοι. Τα σχεδόν γυμνά τους κορμιά, καταϊδρωμένα, ήσαν αλληλοπαραδομένα σαν σε νάρκη, και το τρυφερό πρόσωπο του Μάκη σφηνωμένο στην κόχη του λαιμού με το στήθος του. Έτρεξα να σιγουρευτώ αν ήταν τουλάχιστον κλειδωμένη η πόρτα. Με χειρουργικές κινήσεις το επιβεβαίωσα. Έριξα χαμηλά στην ταράτσα λίγο νερό και κατέβηκα. Μετά από ώρα κατέβηκαν κι εκείνοι. Πρόσωπα με τη γαλήνη των αγγέλων. Μου έκανε κι εμένα μια ζεστή αγκαλιά. Οι κόρφοι του ανάδυαν μυρουδιά ηδονής. Την επόμενη μέρα έφυγε για μπάνιο, προς τη Λευκάδα. Ανέβηκα να συγυρίσω τα μέσα. Είχα προετοιμαστεί για την αναζήτησή μου στην πρώτη ευκαιρία, και να τη: «Δεν είναι δυνατόν, κάπου εκεί, στη ντουλάπα θα τα έκρυβε. Μόνο αυτός ο αποθηκευτικός χώρος υπάρχει στη σοφίτα». Και πριν αρχίσω το καθάρισμα, την έκανα φύλλο και φτερό. Κι όμως, δε βρήκα τίποτε εκεί. «Και καλά» σκέφτηκα, «τα ρούχα μπορεί εύκολα να καταχωνιαστούν, θα γυρίσω και το στρώμα, τα παπούτσια πού χωρούν;». Επιχειρώντας να σηκώσω το στρώμα, ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι, από σκληρό χαρτόνι, πλαστικοποιημένο, στο μέγεθος βαλιτσούλας, απέσπασε την προσοχή μου: «Ημερολόγιο και προσωπικά ενθύμια» έγραφε στην αυτοκόλλητη ετικέτα του. Ήταν κλειδωμένο φυσικά. Το τράβηξα, το σήκωσα και το κούνησα. Άκουσα τις γόβες να χτυπάνε… Αυτές ήσαν, τι άλλο μπορεί να ήταν που να χρειαζόταν να κρυφτεί ερμητικά; Μόνο ένα προσωπικό ημερολόγιο με τολμηρές εξομολογήσεις. «Σε πόσες τόσες, αν μπορούσε, θα προέβαινε ο δύστυχος» αναλογίστηκα. Δεν μ’ έπαιρνε όμως να επιχειρήσω ξεκλείδωμα. Συνέχισα το ξεσκόνισμα υποψιασμένη. Στον πάτο της μολυβοθήκης (μια δεσμίδα από στρυμωγμένα στυλό τη φούντωνε), ένα φωτεινό κραγιόν σαν κι εκείνο που φορούσε η μάνα του, κι ένα μολύβι ματιών. Με την εικόνα τής προηγούμενης μέρας στο μυαλό μου, συνέχισα να ξεσκονίζω, αναστατωμένη, ό,τι έβρισκα πάνω στο γραφείο: βιβλία, ντοσιέ, τετράδια, την κλεψύδρα, μια μικρή υδρόγειο. Άρχισα να ξεφυλλίζω τετράδια μην και βρω κάτι, κάνα σημείωμα δηλαδή ή τίποτε προσωπικές εξομολογήσεις που δεν πρόλαβε να κλειδώσει. Ήξερα να διαβάζω και να γράφω καλά κι ας σταμάτησα την Πέμπτη τάξη στις αρχές της. Βιαζόμουν όμως να τελειώσω. Ήταν που μια θλίψη κυρίεψε τα εσώψυχά μου. Θλίψη για την οδυνηρή διάψευσή μου: από φωτογράφο και κλόουν που τον φαντάστηκα, τώρα τι; πώς να τον φανταστώ μέσα σε τούτο το περιβάλλον που τόσα επένδυε σ’ αυτόν (ακόμη και τη μελλοντική τους νύφη καπάρωσαν οι γονείς του, συσφίγγοντας τις οικογενειακές σχέσεις τους με την αναλόγου κοινωνικής θέσης και τάξης οικογένειά της), αλλά και μέσα σ’ ετούτη την κοινωνία που πολλά σαν και τούτο τείχη της ήσαν ακόμη απόρθητα; Απρόσμενα, ανάμεσα από την πλαστική πάγκα και το εξώφυλλο ενός τετραδίου που το σήκωσα για να εξοντώσω μια μύγα, έπεσε μια φωτογραφία: ωραίος όπως πάντα, βαμμένος φιλήδονα, με το φόρεμά μου, να φουσκώνουν τα μπλε πουά στο στήθος του από το σουτιέν, και με τις γόβες στα σταυρωτά στημένα πόδια του. Τα σταυρωμένα κάτω από το στήθος του χέρια, ανέβαζαν ως ψηλά τον ποδόγυρο και άφηναν έκθετες τις ατέλειωτες γάμπες του που ακόμη δεν πρόλαβαν να φουσκώσουν τους μυς τους και να ανδρωθούν. Η φωτογραφία ήταν το καθρέφτισμά του στον καθρέφτη που είχε στη μέσα πλευρά του το φύλλο της ντουλάπας. Μάρτυρας: τα μανίκια από τα κρεμασμένα ρούχα και το κάδρο από τον πίσω του τοίχο. Τη σταύρωσα και την ξανάβαλα στη θέση της με την ευχή: «αχ παιδί μου, μακάρι να ευτυχήσεις, αλλά…, και ο τόπος εδώ είναι στενός για τέτοιες αποδράσεις, και οι καιροί αφιλόξενοι ακόμη για τέτοια όνειρα…».
Δεν ορκίζομαι ότι τα είπα τότε ακριβώς έτσι (τόσα χρόνια πέρασαν), ορκίζομαι όμως ότι έγιναν ακριβώς έτσι, όπως θυμάμαι ακόμη έντονα και την εικόνα τους στο γάμο μου. Στο γαμήλιο τραπέζι, καθόταν απέναντί μου, με τους γονείς του βέβαια δίπλα του (παραχώρησαν τις διπλανές μου θέσεις στους γονείς μου και στ’ αδέρφια μου, κι αυτό με συγκίνησε πολύ). Μόνο εγώ η υποψιασμένη μπορούσα ν’ ακολουθήσω τα βλέμματα αφοσίωσης που αντάλλασσαν, να δω πώς αγγίζονταν κάθε φορά που σηκωνόταν (ο Μάκης) και πήγαινε δίπλα του (στον Οδυσσέα), ή χόρευαν αχώριστοι, προσπαθώντας να ανακατωθούν στο πλήθος. Και αλήθεια!… Αναρωτιέμαι πολλές φορές, προπάντων τώρα, τούτη τη στιγμή που εκείνη η μακρινή θλίψη με ξανακυρίευσε: γιατί εκείνη η μακρινή εικόνα, από τότε και μετά, με κάνει να είμαι όχι μόνο επιεικής και ανεκτική απέναντι σε «διαφορετικούς» ανθρώπους, αλλά και υποστηρικτική, σεβαστική, μπορεί και συμπονετική; Η τωρινή δε εικόνα του Μάκη μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ευτυχία είναι όχι μόνο θέμα τύχης, αλλά και αδιαπραγμάτευτης διεκδίκησης… Μόνο που ακόμα και τώρα, την ορμή τούτης της διεκδίκησης τόσα πηχτά σκοτάδια την ανακόπτουν.
Αναστασία Μήτσου
ΠΗΓΗ : vakxikon.gr
EIKONA : pinterest.com/pin/353321533268559742/