27 Μαρ Σύζυγοι, εταίρες, δούλες και πόρνες (ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ)
Εταίρες, πόρνες
Σύμφωνα με τον Thorton (στο βιβλίο του: Έρως), ερευνά τη φύση της γυναίκας ως συζύγου και δίνει ως παράδειγμα την ενάρετη Πηνελόπη, την Ανδρομάχη και την Άλκηστη. Αυτές εκπροσωπούν το συζυγικό ιδεώδες στην αρχαία ελληνική ζωή: γυναικείος έρωτας υποταγμένος στο νοικοκυριό, ο θεσμός στον οποίο οι γυναίκες βρίσκουν το νόημά τους. Εδώ, μας λέει ο Thorton, υπηρετούν την πολιτεία με το να διαχειρίζονται τον θεμέλιο λίθο της, την οικογένεια και να της παρέχουν τους μελλοντικούς της πολίτες. Ο γάμος είναι μια «τεχνολογία» μέσα στην οποία εισάγονται οι χαοτικές δυνάμεις προκειμένου να δουλέψουν για το καλό των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τον Davidson (1997), οι γυναίκες στην κλασσική εποχή της Ελλάδας ήταν διαφόρων κατηγοριών: εταίρες, πόρνες, σύζυγοι, αυλητρίδες, ιέρειες, κλπ. Ο Davidson αναλύει την φιλοσοφική διάσταση αυτού του διαχωρισμού και φέρνει στο φως λεπτομέρειες της καθημερινότητας της εποχής εκείνης εξετάζοντας ένα πλήθος ιστορικών αναφορών.
«Ο ρήτορας Απολλόδωρος, επιτίθεται στη Νέαιρα, την πόρνη, στο δικαστήριο. Προς στιγμή, ξεφεύγει από το θέμα του για να αναφέρει τις χρήσεις των γυναικών στην Αθήνα: Τις εταίρες έχουμε για την απόλαυση, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματος και τις συζύγους για τη δημιουργία νόμιμων απογόνων και για να διαφυλάσσουν πιστά την εστία μας.»
Η αρχαία γραμματεία περιέχει πολλές απόπειρες των αρχαίων ανδρών να βάλουν στις γυναίκες ένα τίτλο ανάλογα με την συμπεριφορά τους: γυναίκα των δύο οβολών, γύναιο του δρόμου, αυλητρίδα, συνοδός, μισθάρνουσα, γυρίστρα, εταίρα, σύζυγος. Σύμφωνα με τους Νόμους, για παράδειγμα, απαγορευόταν σε μια γυναίκα να φορά:
«…χρυσά στολίδια, φορέματα με έντονο χρώμα ή ενδύματα με πορφυρές μπορντούρες, εκτός αν παραδεχόταν ότι ήταν κοινή πόρνη..».
Η δήλωση αυτή του Απολλόδωρου έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τους σύγχρονους ιστορικούς, που τα αναφέρουν ως άμεση καταγραφή των γυναικείων ρόλων στην Αθήνα. Αλλά από ότι φαίνεται, ψάχνοντας στη βιβλιογραφία δεν είναι ακριβώς έτσι. Πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν αρκετούς διαφορετικούς όρους για να περιγράψουν τους ρόλους των γυναικών. Η λέξη «γυνή» σήμαινε τη σύζυγο αλλά και την γυναίκα, ενώ κάποιες φορές χρησιμοποιείτο για την παλλακίδα ή την ερωμένη. Την χρησιμοποιούσαν και για την εταίρα αλλά από ότι διακρίνω φαίνεται ότι προσδιόριζε εξίσου μια ανεξάρτητη οικονομικά και καλοπληρωμένη γυναίκα ή στην άλλη πλευρά μια δούλη που δούλευε για μια κυρία. Παρότι υπάρχουν πολλοί αρχαίοι προσδιορισμοί δεν έχουμε σήμερα ξεκάθαρες οριοθετήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες γυναικών στην αρχαία Ελλάδα και αυτό που αντιλήφθηκα είναι ότι αρκετοί μελετητές έχουν αρχίσει να εκνευρίζονται με αυτή την αστάθεια των αρχαίων συγγραφέων.
Οι γυναίκες είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ρόλους: της συζύγου ή της πόρνης, δεν υπήρχε χώρος για τον ασαφή ρόλο της εταίρας στο ενδιάμεσο. Υπάρχουν αρκετές περιγραφές αλλά και αναπαραστάσεις σε αγγεία και άλλα αντικείμενα που περιγράφουν ή αναπαριστούν το ρόλο των πορνείων αλλά και τις διαφορετικές κατηγορίες ελεύθερων γυναικών. Αλλά δεν θα αναφερθώ περισσότερο σε αυτό το θέμα αν και υπάρχει τεράστια και αλληλοσυγκρουόμενη αντίληψη, τόσο από τους αρχαίους συγγραφείς αλλά και από τους σύγχρονους μελετητές. Συνοψίζοντας αυτή την ενότητα θα αναφερθώ στο ότι ο Λυσίας μας δίνει ένα κατάλογο γυναικών που είχαν υπάρξει πόρνες στα νιάτα τους αλλά στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε κάτι άλλο. Έχουμε αρκετές αποδείξεις ότι, το γεγονός πως οι γυναίκες αυτές -στην Αθήνα κυρίως- παρέμεναν στην αφάνεια, μπορεί να θεωρήθηκε ως προσπάθεια για να τις κρατήσουν υπό τον ανδρικό έλεγχο, αλλά συχνά τους έδινε μεγαλύτερη ελευθερία να κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικές ζωές, να ανέρχονται στην κοινωνική κλίμακα ή να ξαναπέφτουν στο «όνειδος», εντελώς αθέατες, ακόμα και αν τολμούσαν να εισέλθουν στις τάξεις των συζύγων ή να βάλουν τα παιδιά τους, στη λίστα των πολιτών.
Υπήρχαν, βέβαια, και οι εταίρες, που ήταν κατά κανόνα δούλες ή μέτοικοι και έπαιζαν έναν ξεχωριστό ρόλο στην κοινωνική και ερωτική ζωή των ανδρών. Τους κρατούσαν συντροφιά στα συμπόσια, τους διασκέδαζαν και συζητούσαν μαζί τους διάφορα θέματα, ακόμη και φιλοσοφικού περιεχομένου. Φαίνεται πως γενικότερα ήταν πιο καλλιεργημένες από τις Αθηναίες δέσποινες, συχνά δε έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο (αυλό ή λύρα) και τραγουδούσαν. Κάποιες μάλιστα, όπως η σύζυγος του Περικλή, η Ασπασία, απέκτησαν μεγάλη φήμη στην τότε Αθηναϊκή ζωή, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Παρόλο που η μονογαμία ήταν ο κανόνας στην αρχαία Αθήνα, η πορνεία δεν εθεωρείτο παράνομη, ούτε οι σχέσεις με παλλακίδες ή η ύπαρξη νόθων παιδιών συνιστούσαν αποδεικτικά μοιχείας
Ο ρόλος της εταίρας έρχεται πιο κοντά σε αυτόν της συζύγου, στον αντίποδα της πόρνης. Φυσικά, αντίθετα από την τίμια σύζυγο, η εταίρα σκεπάζεται όχι από σεμνότητα, αλλά για να παραπλανήσει, να ξεγελάσει και να διατηρήσει την υψηλή αγοραία της αξία. Υπήρχαν όμως και εταίρες που ήταν μορφωμένες, όμορφες, έξυπνες και είχαν το χάρισμα του λόγου, όπως η Φρύνη, η μεγαλύτερη από τις εταίρες, η οποία χειριζόταν με μεγάλη εξυπνάδα τη θέση της, κατανέμοντας προσεκτικά τις εμφανίσεις της, ενώ υπολόγιζε σχολαστικά πότε θα αποσυρόταν και τι θα αποκάλυπτε.
Η προσπάθεια της εταίρας να αποφύγει τον οικονομικό προσδιορισμό αντιστοιχεί προς την προσεχτική προσπάθειά της να αποφύγει το ανδρικό βλέμμα. Οι τίμιες γυναίκες στην Ελλάδα έπρεπε να είναι απομονωμένες, απέφευγαν τη συντροφιά των αντρών εκτός της οικογενείας τους, απέφευγαν ακόμα και να αναφερθεί το όνομά τους δημόσια. Τόσο αόρατες ήταν ώστε σε ακραίες περιστάσεις μπορούσε να αμφισβητηθεί ακόμα και η ίδια τους η ύπαρξη. Στο παράδειγμα που χρησιμοποίησα προηγουμένως, το ουσιώδες θέμα στο λόγο «Κατά Νεαίρας» είναι: αν είχε ποτέ μια σύζυγο-πολίτιδα ο Στέφανος στο σπίτι του για να του γεννήσει παιδιά που θα ήταν νόμιμοι πολίτες. Το αν η απομόνωση ήταν θεωρητική ή μια κοινή πρακτική και αν γινόταν ως ένδειξη τιμής και σεβασμού ή φόβου και περιφρόνησης, είναι ερωτήματα που έχουν προκαλέσει πολλές και ποικίλες συζητήσεις. Τα επιχειρήματα ταλαντεύονται ανάμεσα στις δύο απόψεις χωρίς όμως να φωτίζουν, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα την κατάσταση. Οι μελετητές αντιμετωπίζουν την απομόνωση ως μια στατική κατάσταση και αντιπαραβάλλουν το απόλυτο ιδιωτικό με το απόλυτο δημόσιο για να χωρίσουν τον κόσμο των γυναικών στα δύο. Πρόκειται για ένα ξεκάθαρο σχίσμα, το οποίο σχετίζεται αναπόφευκτα με τη διάκριση των γυναικών σε δύο κατηγορίες: στις συζύγους και τις υπόλοιπες. Στην καλύτερη περίπτωση την αντιμετωπίζουν ως αντανάκλαση κάποιου άλλου πράγματος, μια ένδειξη των απόψεων που υπάρχουν για τις γυναίκες, ένα σημάδι κοινωνικής θέσης. Παραδόξως, έχουν παραμελήσει την πιο προφανή πλευρά της απομόνωσης, αυτή δηλαδή που έχει σχέση με την γυναικεία επιθυμία και τη δύναμη των θέλγητρων της γυναικείας γοητείας. Και όταν τύχει να την συνδυάσουν με τη σεξουαλικότητα, τη βλέπουν σε σχέση με τις υποκαταστάσεις και την ανταμοιβή. Τη βλέπουν μηχανιστικά: οι Ελληνίδες έμεναν κρυμμένες, επομένως οι άντρες αναγκάζονταν να στραφούν σε δούλες και πόρνες. Οι δούλες και οι πόρνες δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικές διανοητικά ή πνευματικά, επομένως όσοι άντρες μπορούσαν οικονομικά στρέφονταν στις εταίρες. Σπάνια λάμβαναν υπόψη τους ότι η απομόνωση μπορεί στη πραγματικότητα να γεννάει την επιθυμία, ότι μπορεί να συνθέτει τα θέλγητρα με συγκεκριμένο τρόπο και όχι να αντικατοπτρίζει απλώς τις υπάρχουσες ορμές παθητικά.
Φίλιππος Ιωάννου
Πηγή: https://www.animartists.com/2019/02/15/1-331/
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/189995678012685614/