fbpx

Τα βήματα του μεθυσμένου (LEONARD MLODINOW) | Μέρος Γ’

Τα βήματα του μεθυσμένου (LEONARD MLODINOW) | Μέρος Γ’

Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή μας. Αν τη βάλουμε στο μικροσκόπιο και τη μελετήσουμε εξονυχιστικά, θα διαπιστώσουμε ότι πολλά σημαντικά περιστατικά θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν δεν είχαν συμπέσει δευτερεύοντες παράγοντες, άνθρωποι που συναντήσαμε στην τύχη ή επαγγελματικές ευκαιρίες που μας παρουσιάστηκαν τυχαία. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον ηθοποιό που από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ζούσε για επτά χρόνια στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ στην 49η οδό του Μανχάτταν, παλεύοντας να γίνει γνωστός. Εργαζόταν σε μικρά -ενίοτε πολύ μικρά- θέατρα, και έπαιζε σε διαφημιστικά σποτ, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να ξεχωρίσει, να κάνει καριέρα και να κερδίσει αρκετά χρήματα ώστε να μπορεί να τρώει πού και πού μια ζουμερή μπριζόλα σ’ ένα εστιατόριο χωρίς να χρειάζεται να την κοπανήσει πριν έρθει ο λογαριασμός. Όπως και πολλοί άλλοι επίδοξοι ηθοποιοί, όσο κι αν προσπαθούσε να πάρει τους κατάλληλους ρόλους, να κάνει τις σωστές επιλογές για την καριέρα του και να διακριθεί στην τέχνη του, ο πιο σίγουρος ρόλος του παρέμενε εκείνος της άλλης του καριέρας: του μπάρμαν. Και ξαφνικά, μια μέρα το καλοκαίρι του 1984, πήρε το αεροπλάνο για το Λος Άντζελες, είτε για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες (αν πιστέψουμε τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων του ίδιου), είτε για να επισκεφτεί μια φιλενάδα του (αν πιστέψουμε τους New York Times). Όποια κι αν είναι η σωστή εκδοχή, ένα είναι σίγουρο: η απόφασή του να επισκεφτεί τη Δυτική Ακτή δεν είχε να κάνει με την υποκριτική, αλλά με τον έρωτα – τον έρωτα για τον αθλητισμό, έστω. Εντούτοις, όπως αποδείχτηκε, ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρε ποτέ για την καριέρα του, και πιθανότατα η καλύτερη απόφαση της ζωής του.

 

Το όνομα του ηθοποιού είναι Μπρους Γουίλλις. Κατά την παραμονή του στο Λος Άντζελες ένας ατζέντης του πρότεινε να πάρει μέρος σε κάποιες οντισιόν για την τηλεόραση. Μια απ’ αυτές ήταν για μία σειρά που βρισκόταν στην τελευταία φάση της διανομής ρόλων. Οι παραγωγοί είχαν φτιάξει ήδη μία λίστα με φιναλίστ, αλλά στο Χόλλυγουντ τίποτα δεν είναι οριστικό μέχρι να στεγνώσει το μελάνι στα συμβόλαια και να ολοκληρωθούν οι νομικές διαδικασίες. Ο Γουίλλις πέρασε την οντισιόν και πήρε τον ρόλο αυτόν του Ντέιβιντ Άντισον, του συμπρωταγωνιστή της Σύμπιλ Σέπαρντ σε ένα καινούργιο σήριαλ του ABC με τίτλο Αυτός, αυτή και τα μυστήρια («Moonlighting»).

Ίσως να έμπαινε κανείς στον πειρασμό να πιστέψει ότι ο Γουίλλις ήταν εμφανώς καλύτερος από τον κύριο X, τον πρώτο στην κορυφή της λίστας προτού εμφανιστεί ο νέος υποψήφιος, και ότι όλα τα άλλα ανήκουν, όπως λέμε, στην ιστορία. Αφού εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι το Αυτός, αυτή και τα μυστήρια και ο Γουίλλις είχαν τεράστια επιτυχία, είναι εύλογο να φανταστούμε τα στελέχη που παίρνουν τις αποφάσεις στο Χόλλυγουντ με το που είδαν τον Γουίλλις να ανάβουν πούρα γιορτάζοντας τη λαμπρή τους ανακάλυψη, και να ρίχνουν στη φωτιά την ξεπερασμένη πια λίστα των φιναλίστ. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά συνέβη στη διάρκεια της διανομής ρόλων μοιάζει περισσότερο μ’ αυτό που συμβαίνει όταν στέλνετε τα παιδιά σας να πάρουν ένα κιλό παγωτό και τα δύο απ’ αυτά θέλουν φράουλα, ενώ το τρίτο απαιτεί μπράουνι με τριπλή στρώση σοκολάτας. Τα στελέχη του τηλεοπτικού δικτύου υπερασπίστηκαν τον κύριο X, κρίνοντας ότι ο Γουίλλις δεν έδινε την εικόνα σοβαρού πρωταγωνιστή. Ο Γκλεν Κάρον, εκτελεστικός παραγωγός της σειράς, υποστήριξε τον Γουίλλις. Είναι εύκολο, αναδρομικά, να πούμε ότι τα στελέχη του δικτύου ήταν άσχετα στραβάδια. Γνωρίζω εκ πείρας ότι οι τηλεοπτικοί παραγωγοί το λένε συχνά αυτό, ιδίως όταν τα στελέχη δεν είναι μπροστά για να τους ακούσουν. Προτού όμως καταλήξουμε σε αυτό το συμπέρασμα, ας αναλογιστούμε το εξής: οι τηλεθεατές στην αρχή συμφώνησαν με τη μέτρια βαθμολογία των στελεχών. Το Αυτός, αυτή και τα μυστήριο, βγήκε στον αέρα τον Μάρτιο του 1985 κάνοντας μικρά ποσοστά τηλεθέασης. και συνέχισε με μέτριες επιδόσεις σε όλη τη διάρκεια της πρώτης περιόδου. Μόνο στη δεύτερη περίοδο άλλαξαν γνώμη οι τηλεθεατές κι έγινε η σειρά μεγάλη επιτυχία. Η απήχηση του Γουίλλις και η επιτυχία του ήταν απ’ ό,τι φαίνεται μη προβλέψιμες, μέχρι τη στιγμή βέβαια που έγινε ξαφνικά σταρ. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει την ιστορία στις τρέλες του Χόλλυγουντ, αλλά ο βηματισμός του μεθυσμένου του Γουίλλις προς την επιτυχία δεν είναι καθόλου ασυνήθιστος. Μια πορεία που σημαδεύεται από τυχαία συμβάντα και ακούσιες συνέπειες είναι χαρακτηριστική για πολλούς επιτυχημένους ανθρώπους, όχι μόνο όσον αφορά τη σταδιοδρομία τους, αλλά και τους έρωτές τους, τα χόμπυ τους και τις φιλίες τους. Μάλιστα, είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση.

Η κοινωνία μας συχνά σπεύδει να αναγάγει τους πλούσιους σε ήρωες και τους φτωχούς σε αποδιοπομπαίους τράγους.
Γι’αυτό και ο μεγιστάνας της αγοράς ακινήτων Ντόναλντ Τραμπ, που το ξενοδοχείο του Plaza Hotel χρεοκόπησε δυο φορές (ένας μέτοχος που το 1994 επένδυσε 10.000 δολάρια στην εταιρεία καζίνο του Τραμπ θα εισέπραττε 13 χρόνια αργότερα 636 δολάρια), τόλμησε εντούτοις να πρωταγωνιστήσει σε ένα πολύ επιτυχημένο τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο αξιολογούσε τις επιχειρηματικές ικανότητες φιλόδοξων νεαρών.

Προφανώς, το να αποδίδει κανείς την ευφυΐα σε αναλογία με τον πλούτο μπορεί να είναι λάθος. Δε μπορούμε να δούμε τις δυνατότητες ενός ανθρώπου, βλέπουμε μόνο τα αποτελέσματά του, κι έτσι συχνά κρίνουμε λανθασμένα τους ανθρώπους, θεωρώντας ότι τα αποτελέσματα οφείλουν να αντικατοπτρίζουν τov άνθρωπο. Η θεωρία των κανονικών ατυχημάτων στη ζωή δεν αποδεικνύει ότι η σύνδεση μεταξύ πράξεων και ανταμοιβών είναι τυχαία, αλλά ότι οι τυχαίες επιρροές είναι εξίσου σημαντικές με τις αρετές μας και τις πράξεις μας.

Σι: συναισθηματικό επίπεδο, πολλοί άνθρωποι απωθούν την ιδέα ότι οι τυχαίες επιρροές είναι σημαντικές, ακόμα κι αν σε διανοητικό επίπεδο κατανοούν ότι είναι. Αφού οι άνθρωποι υποτιμούν τον ρόλο του τυχαίου στις καριέρες των μεγιστάνων, μήπως επίσης υποβιβάζουν τον ρόλο του και στη ζωή των λιγότερο επιτυχημένων; Το ερώτημα αυτό ώθησε τον κοινωνικό ψυχολόγο Μέλβιν Λέρνερ να διερευνήσει στη δεκαετία του 1960 την αρνητική, στάση της κοινωνίας προς τους φτωχούς.Συνειδητοποιώντας ότι «ελάχιστοι άνθρωποι θα ασχολούνταν με κάτι συστηματικά αν πίστευαν ότι η σχέση μεταξύ αυτού που κάνουν και της ανταμοιβής που λαμβάνουν είναι τυχαία», ο Λέρνερ συμπέρανε ότι «για χάρη της ίδιας της ψυχικής τους υγείας», οι άνθρωποι υπερτιμούν τον βαθμό στον οποίο η ικανότητα μπορεί να συναχθεί από την επιτυχία. Έχουμε, δηλαδή, την τάση να θεωρούμε τους κινηματογραφικούς αστέρες πιο ταλαντούχους από τους επίδοξους αστέρες και να πιστεύουμε ότι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο είναι σίγουρα και οι ευφυέστεροι.

Μπορεί να μη θεωρούμε ότι κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση το εισόδημά τους ή τα εξωτερικά σημάδια επιτυχίας τους, αλλά ακόμα κι όταν ξέρουμε ότι ο μισθός κάποιου είναι εντελώς τυχαίος, πολλοί από μας κάνουμε αναπόφευκτα τη διαισθητική εκτίμηση ότι συνδέεται άμεσα με την αξία. Δυστυχώς, όπως γνωρίζουν όλοι όσοι ντύνονται για να κερδίσουν τις εντυπώσεις, όλοι μας ξεγελιόμαστε εύκολα από τα χρήματα που κερδίζει κάποιος.

Όλοι μας γνωρίζουμε ότι τα αφεντικά που έχουν τα κατάλληλα κοινωνικά και ακαδημαϊκά διαπιστευτήρια, ωραίους τίτλους και παχυλούς μισθούς δίνουν μερικές φορές μεγαλύτερη αξία στις δικές τους ιδέες παρά σ’ εκείνες των υφισταμένων τους. Οι ερευνητές αναρωτήθηκαν αν αυτοί που βγάζουν περισσότερα χρήματα από καθαρή τύχη θα συμπεριφέρονταν με τον ίδιο τρόπο. Μήπως ακόμη και η «επιτυχία» που δεν έχει κερδίσει κανείς με την αξία του προκαλεί μια αίσθηση ανωτερότητας; Για να το ανακαλύψουν, ζήτησαν από ζευγάρια εθελοντών να συνεργαστούν σε διάφορες ανούσιες εργασίες. Σε μια από τις εργασίες, για παράδειγμα, προβαλλόταν για λίγο μια ασπρόμαυρη εικόνα και οι συμμετέχοντες έπρεπε να αποφανθούν αν το πάνω ή το κάτω μέρος της εικόνας περιείχε μεγαλύτερο ποσοστό λευκού.
Πριν αρχίσει η κάθε δοκιμή, επιλεγόταν στην τύχη ο ένας από τους δύο συμμετέχοντες, ο οποίος θα λάμβανε πολύ μεγαλύτερη αμοιβή από τον άλλο για τη συμμετοχή του στο πείραμα. Όταν αυτή η πληροφορία δεν ήταν γνωστή στους συμμετέχοντες, αυτοί συνεργάζονταν αρμονικά. Όταν όμως γνώριζαν πόσα χρήματα έπαιρνε ο καθένας τους, ο καλύτερα αμειβόμενος ήταν λιγότερο δεκτικός στις απόψεις του συνεργάτη του απ’ ό,τι ήταν ο χειρότερα αμειβόμενος. Ακόμα και από τυχαίες διαφορές στην αμοιβή συνάγεται ανάστροφα το συμπέρασμα ότι υπάρχουν διαφορές και ως προς τις ικανότητες, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται και άνισες επιρροές. Πρόκειται για ένα στοιχείο προσωπικής και επαγγελματικής δυναμικής που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Οι επιπτώσεις της τυχαιότητας στη ζωή μάς διαφεύγουν διότι όταν αξιολογούμε τον κόσμο έχουμε την τάση να βλέπουμε αυτά που περιμένουμε’να δούμε. Ουσιαστικά προσδιορίζουμε το μέγεθος του ταλέντου βάσει του μεγέθους της επιτυχίας και στη συνέχεια ενισχύουμε την πίστη μας στην αιτιότητα εντοπίζοντας αυτή τη συσχέτιση. Αυτός είναι ο λόγος που συνήθως βλέπουμε με τόσο διαφορετικό μάτι κάποιον εξαιρετικά επιτυχημένο και κάποιον που δεν είναι τόσο επιτυχημένος, παρότι μερικές φορές οι ικανότητές τους δεν διαφέρουν και πολύ. Πριν από το Αυτός, αυτή και τα μυστήρια, αν ο νεαρός μπάρμαν Μπρους Γουίλλις σας έλεγε ότι ήλπιζε να γίνει κινηματογραφικός αστέρας, δεν θα σκεφτόσασταν “ουάου, πόσο τυχερός είμαι που έχω την ευκαιρία να κάνω κουβεντούλα με μια χαρισματική μέλλουσα διασημότητα”, αλλά μάλλον θα λέγατε από μέσα σας κάτι του στυλ “ναι, καλά … κοίτα ΄τωρα μην το παρακάνεις με το βερμούτ”. Μόλις όμως η σειρά έγινε μεγάλη επιτυχία, όλοι άρχισαν ξαφνικά να βλέπουν τον Μπρους Γουίλλις σαν σταρ, σαν έναν τύπο που είχε εκείνο το κάτι που αιχμαλωτίζει τις καρδιές και τη φαντασία των τηλεθεατών

Η δύναμη των προσδοκιών αναδείχθηκε με εντυπωσιακό τρόπο από ένα τολμηρό πείραμα που έκανε πριν από αρκετά χρόνια ο ψυχολόγος Ντέιβιντ Λ. Ρόζενχαν. Σε αυτό το πείραμα οκτώ “ψευδοασθενείς” έκλεισαν ραντεβού ο καθένας σε διαφορετικό νοσοκομείο, κι όταν εμφανίστηκαν στο τμήμα εισαγωγής του νοσοκομείο παραπονέθηκαν ότι άκουγαν κάτι περίεργες φωνές. Η ομάδα των ψευδοασθενών απαρτιζόταν από διάφορα άτομα: τρεις ψυχολόγους, έναν ψυχίατρο, έναν παιδίατρο, έναν φοιτητή, έναν ζωγράφο και μια νοικοκυρά. Εκτός από την αναφορά αυτού του υποτιθέμενου συμπτώματος και τη δήλωση ψεύτικων ονομάτων και επαγγελμάτων, όλοι τους περιέγραψαν με απόλυτη ειλικρίνεια τη ζωή τους. Πιστεύοντας ακράδαντα ότι όλα πάνε ρολόι στο σύστημα της ψυχικής υγείας, κάποιοι από τους συμμετέχοντες δήλωσαν αργότερα ότι είχαν φοβηθεί πως η εμφανής διανοητική τους υγεία θα γινόταν αμέσως αντιληπτή, πράγμα που θα τους έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας. Όλοι τους εκτός από έναν εισήχθησαν στο νοσοκομείο με διάγνωση σχιζοφρένειας. Ο τελευταίος εισήχθη με διάγνωση μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης.

Μόλις μπήκαν στο νοσοκομείο οι ψευδοασθενείς σταμάτησαν να προσποιούνται ότι εμφάνιζαν οποιοδήποτε παθολογικό σύμπτωμα και ανέφεραν ότι οι φωνές είχαν σταματήσει. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τις οδηγίες που τους είχε δώσει ο Ρόζενχαν, περίμεναν ότι το ιατρικό προσωπικό θα αντιληφθεί ότι δεν ήταν πραγματικά άρρωστοι. Κανένας τους δεν το αντιλήφθηκε. Αντίθετο, οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο ερμήνευσαν τη συμπεριφορά των ψευδοασθενών υπό το πρίσμα της ψυχικής ασθένειας.Όταν παρατήρησαν ότι ένας ασθενής έγραφε στο ημερολόγιό του, σημείωσαν στο ιστορικό του ότι «ο ασθενής εμφανίζει συμπεριφορά συγγραφικής δραστηριότητας», θεωρώντας το γράψιμο ένδειξη ψυχικής ασθένειας. ‘Όταν ένας άλλος ασθενής είχε ένα ξέσπασμα επειδή κάποιος νοσοκόμος τού φέρθηκε άσχημα, η συμπεριφορά του ερμηνεύθηκε επίσης ως αποτέλεσμα της πάθησής του. Ακόμα και το γεγονός ότι κάποιος είχε πάει στο εστιατόριο πριν από την ώρα που άνοιγε για το μεσημεριανό φαγητό ερμηνεύτηκε ως σύμπτωμα ψυχικής ασθένειας. Άλλοι ασθενείς, που δεν εντυπωσιάζονταν από τις τυπικές ιατρικές διαγνώσεις, προκαλούσαν συχνά τους ψευδοασθενείς με σχόλια του τύπου: «Δεν είσαι τρελός. Είσαι δημοσιογράφος … κάνεις έρευνα για το νοσοκομείο». Από την άλλη, οι θεράποντες γιατροί των ψευδοασθενών κρατούσαν σημειώσεις όπως: «Αυτός ο λευκός, 39άχρονος άνδρας … έχει μακρύ ιστορικό μεγάλης αμφιθυμίας στις προσωπικές του σχέσεις, που αρχίζει από την πρώιμη παιδική ηλικία. Μια θερμή σχέση με τη μητέρα του παγώνει κατά την εφηβεία. Μια μακρινή σχέση με τον πατέρα του περιγράφεται ως ιδιαίτερα έντονη».

Τα καλά νέα είναι ότι παρά τις ύποπτες συνήθειες των ψευδοασθενών να γράφουν ή να πηγαίνουν για φαγητό νωρίς, οι γιατροί έκριναν ότι δεν αποτελούν κίνδυνο για τον εαυτό τους ή για άλλους και τους έδωσαν εξιτήριο μετά από μέση διάρκεια παραμονής δεκαεννέα ημέρες. Τα νοσοκομεία δεν αντιλήφθηκαν ποτέ το κόλπο, και όταν ενημερώθηκαν αργότερα για το τι είχε συμβεί αρνήθηκαν ότι θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί αυτά τα συμβάντα.

 

 

Ακολουθεί δ’ μέρος

 

 

Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-steps-of-drunk-part-a-1045a/

Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-steps-of-drunk-part-b-1045b/

Μέρος Δ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-steps-of-drunk-part-d-1045d/

 

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΥ
LEONARD MLODINOW
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram