fbpx

Το γράμμα (Τσέχωφ) | Μέρος Γ’

Το γράμμα (Τσέχωφ) | Μέρος Γ’

«Mα τι έσπειρα, πάτερ Φιόντορ;» ρώτησε σιγανά ο διάκονος κοιτώντας από κάτω προς τα πάνω τον αρχιδιάκονο.
«Και ποιος ευθύνεται αν όχι εσύ; Εσύ είσαι ο γονιός, δικό σου είναι το παιδί! Εσύ πρέπει να το νουθετήσεις, να του εμπνεύσεις τον φόβο του Θεού! Πρέπει να το διδάξεις! Αν είναι να γεννήσετε παιδιά, τα γεννάτε, αλλά για να τα νουθετήσετε, όχι, δεν τα νουθετείτε. Αμαρτία! Πολύ κακό αυτό! Αίσχος!»
Ο αρχιδιάκονος ξέχασε την κούρασή του, πηγαινοερχόταν και συνέχιζε να μιλά. Στο γυμνό βρέγμα και στο μέτωπο του διακόνου ανάβλυσαν μικρές σταγόνες. Σήκωσε το ένοχο βλέμμα του στον αρχιδιάκονο και είπε:
«Σάμπως δεν τον νουθετούσα, πάτερ Φιόντορ; Κύριε, ελέησον, σάμπως δεν στάθηκα εγώ πατέρας στο παιδί μου; Το ξέρετε ότι για χάρη του δεν λυπήθηκα τίποτα, σ’ όλη μου τη ζωή πάσχιζα και παρακάλαγα τον Θεό να του δώσει αληθινή μόρφωση. Και στο γυμνάσιο τον έστειλα και δασκάλους τού πήρα και το πανεπιστήμιο τελείωσε. κι αν εγώ δεν κατάφερα να καθοδηγήσω το μυαλό του, αυτό σημαίνει ότι δεν είχα την ικανότητα να το κάνω! Όταν ήταν φοιτητής κι ερχόταν εδώ, άρχιζα εγώ να τον νουθετώ με τον τρόπο μου κι αυτός δεν μ’ άκουγε. Του λες “πήγαινε στην εκκλησία” κι αυτός σου λέει “γιατί να πάω;” Αρχίζεις να του εξηγείς κι αυτός είναι όλο πώς και γιατί. Ή με χτυπάει ελαφρά στον ώμο και μου λέει: “Όλα στον κόσμο αυτό είναι σχετικά, συμβατικά και στο περίπου. Ούτε εγώ ξέρω τίποτα, αλλά κι εσείς, πατερούλη, δεν ξέρετε το παραμικρό».
O πατήρ Αναστάσι γέλασε βραχνά, ξερόβηξε και κούνησε στον αέρα τα δάχτυλά του σαν να ετοιμαζόταν Κάτι να πει. O αρχιδιάκονος τον κοίταξε και είπε αυστηρά:
«Μην επεμβαίνετε, πάτερ Αναστάσι».
O γέρος γελούσε και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε, άκουγε με ευχαρίστηση τον διάκονο σαν να χαιρόταν που στον κόσμο τούτο υπάρχουν κι άλλοι αμαρτωλοί εκτός απ’ αυτόν. O διάκονος μιλούσε ειλικρινά, με σφιγμένη καρδιά, στα μάτια του μάλιστα ανάβλυσαν δάκρυα. O πατήρ Φιόντορ τον λυπήθηκε.
«Εσύ φταις, διάκονε, εσύ φταις» είπε, όχι όμως τόσο αυστηρά και με τόσο πάθος. «Αν ξέρεις να γεννάς παιδιά, πρέπει να ξέρεις και να τα νουθετείς, Από τα παιδικά του χρόνια έπρεπε να τον νουθετείς, γιατί τον φοιτητή… άντε να τον διορθώσεις!»
Σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. O διάκονος χτύπησε απελπισμένος τα χέρια του και είπε μ’ έναν αναστεναγμό:
«Μα εγώ θα ευθύνομαι γι’ αυτόν!» «Αυτό ακριβώς!»
Σωπαίνοντας για λίγο, ο αρχιδιάκονος, αφού χασμουρήθηκε και αναστέναξε ταυτόχρονα, ρώτησε:
«Ποιος διαβάζει τις Πράξεις των Αποστόλων;»
«Ο Γεφστράτ. Πάντα ο Γεφστράτ διαβάζει».
O διάκονος σηκώθηκε και ρίχνοντας μια ικετευτική ματιά στον αρχιδιάκονο, τον ρώτησε:
«Και τώρα τι να κάνω, πάτερ Φιόντορ;»
«Ό,τι θέλεις κάνε. Δεν είμαι εγώ ο πατέρας, εσύ είσαι. Εσύ ξέρεις καλύτερα».
«Εγώ δεν ξέρω τίποτα, πάτερ Φιόντορ! Διδάξτε με, σας -παρακαλώ! Πιστέψτε με, η ψυχή μου απόκαμε! Τώρα ούτε να κοιμηθώ μπορώ ούτε να ησυχάσω, και η γιορτή δεν είναι για μένα γιορτή. Διδάξτε με, πάτερ Φιόντορ!»
«Γράψε του ένα γράμμα».
«Και τι να του γράψω;»
«Να, γράψε του ότι δεν μπορεί να ζει έτσι. Γράψε του ένα γράμμα σύντομο, με ύφος όμως αυστηρό και εμπεριστατωμένο, δίχως να απαλύνεις και να μειώνεις το φταίξιμό του. Αυτό είναι το καθήκον σου ως γονιού, Θα το γράψεις, θα εκπληρώσεις το χρέος σου και θα γαληνέψεις».
«Αυτό είναι σωστό, αλλά τι να του γράψω; Με τι διατύπωση; Εγώ θα του γράψω κι αυτός θα μου απαντήσει: Γιατί; Πώς; Γιατί είναι αυτό αμαρτία;»
O πατήρ Αναστάσι γέλασε πάλι βραχνά και κούνησε τα δάχτυλά του.
«Γιατί; Πώς; Γιατί είναι αυτό αμαρτία;» άρχισε να λέει με τσιριχτή φωνή. «Κάποτε εξομολογούσα κάποιον κύριο, και του λέω ότι η υπερβολική απαντοχή στην ευσπλαχνία του Κυρίου είναι αμάρτημα, κι αυτός ρωτά: Γιατί; Θέλησα να του απαντήσω και τότε – στο σημείο αυτό ο πατήρ Αναστάσι χτύπησε το μέτωπό του-, και τότε δεν έβρισκα τι να του πω! χε χε χε…»
Τα λόγια του Αναστάσι και το βραχνό βουερό γέλιο του για πράγματα που δεν είναι για γέλια είχαν μια δυσάρεστη επίδραση στον διάκονο και τον αρχιδιάκονο. O αρχιδιάκονος ήθελε να πει στον γέρο «μην επεμβαίνετε!», δεν το είπε όμως, μονάχα σκυθρώπασε.
«Δεν μπορώ να του γράψω» αναστέναξε o διάκονος.
«Αν δεν μπορείς εσύ, τότε ποιος μπορεί;» «Πάτερ Φιόντορ!» είπε ο διάκονος γέρνοντας στο πλάι το κεφάλι και σφίγγοντας το χέρι του στην καρδιά του. «Εγώ είμαι άνθρωπος αμόρφωτος, κουτός, σ’ εσάς όμως ο Κύριος έδωσε μυαλό και σοφία. Εσείς όλα τα ξέρετε και τα καταλαβαίνετε, το μυαλό σας πιάνει τα πάντα, ενώ εγώ δεν μπορώ να πω μια κουβέντα της προκοπής. Φανείτε μεγαλόψυχος, καθοδηγήστε με πώς να γράψω ένα γράμμα! Δασκαλέψτε με τι και πώς…»
«Tι να σε δασκαλέψω εγώ; Δεν γίνεται να σε δασκαλέψω. Κάθεσαι και το γράφεις».
«Όχι, κάντε μου τη χάρη, πάτερ! Σας ικετεύω. Ξέρω ότι το γράμμα σας θα τον φοβίσει και θα υπακούσει, επειδή είστε κι εσείς μορφωμένος. Φανείτε καλός! Εγώ θα καθίσω κι εσείς θα μου υπαγορεύετε. Θα είναι αμαρτία να το γράψουμε αύριο, σήμερα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή, και θα ησύχαζα κι εγώ».
O αρχιδιάκονος κοίταξε το γεμάτο ικεσία πρόσωπο του διακόνου, θυμήθηκε τον αντιπαθητικό Πιοτρ και συμφώνησε να του το υπαγορεύσει, Έβαλε τον διάκονο να καθίσει στο γραφείο του κι άρχισε:
«Λοιπόν, γράφε… Χριστός Ανέστη, φίλτατε υιέ μου… θαυμαστικό. Έφθασαν ως εμένα, τον πατέρα σου, φήμες… τα παρακάτω εντός παρενθέσεως… από ποιες πηγές δεν σε αφορά… κλείνει η παρένθεση… το έγραψες; ότι ζεις ζωή ασύμβατη τόσο με τον νόμο του Θεού όσο και με τον νόμο των ανθρώπων. Ούτε η άνεση ούτε τα μεγαλεία του κόσμου ούτε η μόρφωση, όλα αυτά με τα οποία στολίζεσαι επιφανειακά, δεν μπορούν να κρύψουν τις ειδωλολατρικές σου απόψεις. Είσαι κατ’ όνομα μόνον χριστιανός, κατ’ ουσίαν είσαι ειδωλολάτρης, το ίδιο θλιβερός και δυστυχής όπως όλοι οι ειδωλολάτρες, και μάλιστα ακόμα πιο θλιβερός, επειδή εκείνοι οιειδωλολάτρες, μη γνωρίζοντας τον Χριστό, καταστρέφονται λόγω αγνοίας, εσύ δε καταστρέφεσαι λόγω του ότι κατέχεις έναν θησαυρό αλλά τον περιφρονείς. Δεν θα αρχίσω να απαριθμώ εδώ τα ελαττώματά σου, τα οποία σου είναι αρκούντως γνωστά. Το μόνο που θα πω είναι ότι την αιτία της καταστροφής σου τη βλέπω στην απιστία σου. Θεωρείς εαυτόν σοφό, παινεύεσαι για τη γνώση των επιστημών, δεν θέλεις όμως να καταλάβεις ότι η επιστήμη χωρίς την πίστη όχι μόνο δεν εξυψώνει τον άνθρωπο αλλά και τον υποβιβάζει στο επίπεδο του ταπεινότερου ζώου, επειδή…»
Όλο το γράμμα συνεχιζόταν σ’ αυτό το ύφος. Αφού τελείωσαν το γράψιμο, ο διάκονος το διάβασε φωναχτά, το πρόσωπό του έλαμψε από χαρά και πετάχτηκε επάνω:
«Ταλέντο, μα την αλήθεια, αυτό είναι ταλέντο!» είπε κοιτώντας ενθουσιασμένος τον αρχιδιάκονο και χειροκρότησε. «Μόνο ο Θεός στέλνει ένα τέτοιο χάρισμα! Έτσι; Παναγία μου! Τέτοιο γράμμα εγώ ούτε σε εκατό χρόνια δεν θα το ‘γραφα! Ο Θεός να σας έχει καλά!»
Ενθουσιασμένος ήταν και ο πατήρ Αναστάσι.
«Δεν γράφεις έτσι χωρίς ταλέντο!» είπε ενώ σηκωνόταν και έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Δεν γράφεις! Σ’ αυτό το κείμενο υπάρχει μια τέτοια ρητορική, ώστε o κάθε φιλόσοφος μπορεί να προσθέσει ένα κόμμα και στη συνέχεια να το παρουσιάσει για δικό του. Διάνοια! Μια λαμπρή διάνοια! Αν δεν ήσασταν παντρεμένος, πάτερ Φιόντορ, θα είχατε γίνει προ πολλού επίσκοπος, μα την αλήθεια, θα είχατε γίνει!»
Ξεσπώντας στο γράμμα την οργή του, ο αρχιδιάκονος ένιωσε ανακούφιση. Ένιωσε πάλι κούραση εξάντληση. Με τον διάκονο είχε οικειότητα κι έτσι δεν δίστασε να του πει:
«Πήγαινε λοιπόν, διάκονε, κι ο Θεός μαζί σου. Εγώ θα ξαπλώσω για μισή ωρίτσα στον καναπέ να πάρω έναν υπνάκο, πρέπει να ξεκουραστώ».

 

 

 

Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-a/
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-b/
Μέρος Δ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-d/

 

 

 

 

Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχοφ

Εισαγωγή-Ανθολόγηση-Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου


Εικόνα: Άντων Τσέχοφ, από τον Alexander Utkin (http://utkin1.ru/en/node/22)



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram