05 Ιαν Τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο έκρινε μια τελευταία ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς (ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ) | Μέρος Β’
Το 415 οι Αθηναίοι αποφάσισαν ένα παράτολμο εγχείρημα. Με πολύ ισχυρές δυνάμεις οργάνωσαν μια εκστρατεία στη Σικελία. Στο νησί είχαν εκδηλωθεί νέες αντιθέσεις, που τους έδιναν μεγάλες ελπίδες επιτυχίας. Όπως ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης, η πραγματική τους πρόθεση ήταν να κατακτήσουν ολόκληρο το νησί. Εκμεταλλεύτηκαν πάντως την πρόσκληση συμμάχων τους, που τους καλούσαν με πολύ πιο περιορισμένο στόχο. «Εάν δεν μας βοηθήσετε εναντίον των εχθρών μας», ισχυρίστηκαν οι Εγεσταίοι, «τότε σύντομα θα κυριεύσουν το νησί οι Συρακούσιοι, και αυτοί θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους Σπαρτιάτες.» Οι Εγεσταίοι, που δεν ήταν Έλληνες (κάτι που λησμονεί να σημειώσει ο Θουκυδίδης), υπόσχονταν να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία.
Στο διπλωματικό πεδίο οι Αθηναίοι είχαν κινηθεί από νωρίς με δεξιότητα, κερδίζοντας τη συμμαχία πολλών πόλεων. Συνομίλησαν με τους Ετρούσκους, τους Καρχηδόνιους και τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Σικελίας. Οι διαβεβαιώσεις που έλαβαν φαίνονταν πειστικές. Το εγχείρημα προπαγάνδιζε έντονα και ο νέος πολιτικός Αλκιβιάδης, προστατευόμενος παλαιότερα του Περικλή και μαθητής του Σωκράτη. Αφού λοιπόν συζήτησαν το θέμα διεξοδικώς, όλους τους έπιασε σφοδρή επιθυμία να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη, την ηγεσία του αθηναϊκού στρατού ανέλαβαν ο Νικίας και ο Λάμαχος.
Οι Αθηναίοι διέπραξαν το σφάλμα να ανακαλέσουν, τελευταία στιγμή, τον Αλκιβιάδη. Το βάρος έπεσε έτσι στον Νικία, που δεν ενέκρινε το εγχείρημα. Αλλά το σοβαρότερό τους λάθος ήταν, καθώς φαίνεται, η ίδια η μεγάλη δύναμη που απέστειλαν. Οι σύμμαχοί τους στη Σικελία τρομοκρατήθηκαν και αρνήθηκαν τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί. Η εκστρατεία κατέληξε έτσι σε μια τραγική ήττα από την οποία γλίτωσαν ελάχιστοι. Ο Λάμαχος, ο Νικίας και ο Δημοσθένης σκοτώθηκαν, ενώ ο Αλκιβιάδης άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Σπάρτη. Λέγεται ότι οι ελάχιστοι Αθηναίοι που σώθηκαν από τις αποπνικτικές συνθήκες των λατομείων, στα οποία είχαν φυλακιστεί, ήταν όσοι γνώριζαν από στήθους χορικά του Ευριπίδη και προτιμήθηκαν ως οικόσιτοι δούλοι στα σπίτια πλούσιων Σικελιωτών.
Με την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία το 413, η μεγάλη αναμέτρηση εισήλθε στην τελική της φάση, που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους Δεκελεικός Πόλεμος, επειδή οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον βασιλιά Άγη Β’ (περ. 427-400), γιο του Αρχίδαμου, ακολούθησαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη: κατέλαβαν και οχύρωσαν τη Δεκέλεια, από όπου απειλούσαν άμεσα την Αθήνα. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ενώ περισσότεροι από 20.000 δούλοι βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ο ίδιος πόλεμος ονομάστηκε και Ιωνικός, επειδή οι περισσότερες συγκρούσεις έγιναν στα ιωνικά παράλια. Για τη διεξαγωγή του και οι δύο πλευρές χρειάζονταν άνδρες και στόλο. Παρά τα προβλήματά τους, οι Αθηναίοι άρχισαν αμέσως να ναυπηγούν νέα πλοία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, διαπίστωναν ότι η μόνη αξιόμαχη δύναμη που διέθεταν ήταν ο στόλος των Συρακουσών. Στράφηκαν έτσι στους Πέρσες, οι οποίοι τους συνέδραμαν οικονομικά με προθυμία. Αλλά με την επιτυχία τους αυτή στερήθηκαν το βασικό ιδεολογικό τους όπλο. Ενώ είχαν αναλάβει να ελευθερώσουν τους Έλληνες από την τυραννία των Αθηναίων, έσπευδαν να παραδώσουν ελευθερωμένες πόλεις στους Πέρσες.
Η κατάσταση στην Αθήνα επιδεινώθηκε ραγδαία. Το 411, ενώ ο στόλος απουσίαζε στη Σάμο, η δημοκρατία ανατράπηκε και τη θέση της πήρε μια καταπιεστική τυραννία τετρακοσίων ανδρών. Οι άνδρες του στόλου αντέδρασαν και ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη, που βρισκόταν ήδη σε επαφή με τους Πέρσες. Στο μεταξύ την τυραννία διαδέχθηκε ένα μετριοπαθέστερο καθεστώς, που βασιζόταν σε 5.000 άνδρες, και σύντομα η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Το ναυτικό, που παρέμενε ακόμη στη Σάμο, νικούσε συστηματικά τους Σπαρτιάτες. Ενωμένη πάλι και δημοκρατική, η Αθήνα άρχιζε να ελπίζει. Ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα και εξελέγη στρατηγός, αλλά σύντομα δυσαρέστησε ξανά τους Αθηναίους και κατέφυγε στην Περσία, όπου βρήκε τον θάνατο.
Το 406 οι Αθηναίοι, με νέο στόλο που ναυπήγησαν χάρη στη συνδρομή των Μακεδόνων, πέτυχαν μια μεγάλη νίκη στις Αργινούσες. Ωστόσο, παρά την επιτυχία τους καταδίκασαν σε θάνατο τους στρατηγούς τους, επειδή δεν είχαν περισυλλέξει ναυαγούς και νεκρούς. Εκλαμβάνοντας τον πόλεμο ως τρόπο ζωής, οι απλοί Αθηναίοι πολίτες, που διακινδύνευαν συνεχώς τη ζωή τους για την πόλη, απαιτούσαν τον μέγιστο σεβασμό από τους στρατηγούς τους: σεβασμό προς τους ζωντανούς, ναυαγούς και αιχμαλώτους, αλλά και προς τους νεκρούς. Μόνο ο σοφός Σωκράτης είχε το σθένος να αντιταχθεί σε αυτή την ακραία απόφαση. Για τις ανάγκες της ναυμαχίας οι Αθηναίοι είχαν απελευθερώσει ακόμη και δούλους. Αυτό που τους όφειλαν, το διατύπωσε ωραία ο Αριστοφάνης: Στους Βατράχους του, ο Χάρων απαξιούσε να παραλάβει με τη βάρκα του στον κάτω κόσμο δούλους, εκτός από εκείνους που είχαν ναυμαχήσει στις Αργινούσες – οι υπόλοιποι έπρεπε να περιδιαβούν τη λίμνη πεζή. Τέτοιου είδους στράτευση δούλων για τη σωτηρία των δεσποτών τους δεν ήταν συνήθης. Μια ακόμη πιο ακραία περίπτωση είχε συμβεί στην Κέρκυρα, όταν οι δημοκρατικοί πολεμούσαν εναντίον των ολιγαρχικών για τον έλεγχο της πόλης. Και οι δύο πλευρές έσπευσαν στην ύπαιθρο να στρατολογήσουν δούλους, με την υπόσχεση να τους απελευθερώσουν. Οι περισσότεροι δούλοι προτίμησαν, πάντως, να συνταχθούν με τους δημοκρατικούς.
Τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο έκρινε μια τελευταία ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Οι Σπαρτιάτες, με στρατηγό τον Λύσανδρο, συνέτριψαν το 405 τους Αθηναίους, που έχασαν έτσι τον τελευταίο τους στόλο και τους τελευταίους ικανούς άνδρες. Όταν η είδηση έφτασε στο άστυ από τον Πειραιά, κανείς δεν έκλεισε μάτι. Δεν πενθούσαν για τους σκοτωμένους (σημειώνει ο Ξενοφών, που ανέλαβε να συμπληρώσει το ημιτελές αφήγημα του Θουκυδίδη), αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Με μοναδική εξαίρεση τη Σάμο, οι πάντες εγκατέλειψαν την Αθήνα, που ήταν υποχρεωμένη να συνθηκολογήσει με τους πλέον ταπεινωτικούς όρους. Το 404, με μεγάλη πλειοψηφία, η Εκκλησία του Δήμου συμφώνησε να κατεδαφιστούν τα Μακρά Τείχη και να προσχωρήσει η πόλη στη συμμαχία της Σπάρτης. Στη θέση της δημοκρατίας την εξουσία ανέλαβαν τριάντα άνδρες, που έμειναν γνωστοί ως Τριάκοντα τύραννοι. Αυτοί διοίκησαν την πόλη με μνησικακία και σκληρότητα, θανατώνοντας περίπου 1.500 πολίτες. Πάντως, έναν χρόνο αργότερα, οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τους τυράννους. Η νέα δημοκρατία επέδειξε τη μεγαλοψυχία της κηρύσσοντας γενική αμνηστία.
Στη Σικελία, εντωμεταξύ, οι ελληνικές πόλεις είχαν αρχίσει και πάλι τις διαμάχες τους. Οι Καρχηδόνιοι επενέβησαν και επιβλήθηκαν εύκολα. Μοναδική δύναμη ικανή να αντισταθεί απέμεναν οι Συρακούσες. Ενώπιον του κινδύνου, ο στρατηγός Διονύσιος ανέτρεψε τη δημοκρατία και επέβαλε την τυραννία του, που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια.
Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/the-suspicious-armistice-421-415-bc-peloponnesian-war-part-a-3148a/
Πηγή: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history
Εικόνα: https://aminoapps.com/c/world-history/page/blog/the-peloponnesian-war-431-404bc-part-1/xolw_81c2u3M3Kdl3KNZQJpJDebLZkrDwz