fbpx

Η εξάρτηση (SCOTT PECK) | Μέρος Β’

Η εξάρτηση (SCOTT PECK) | Μέρος Β’

Ένα από τα χαρακτηριστικά της εξάρτησης είναι ότι δεν έχει καμιά σχέση με την πνευματική ανάπτυξη. Οι εξαρτημένοι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τη συντήρησή τους και για τίποτε άλλο. Επιθυμούν να είναι χορτάτοι, να ευημερούν. Δεν επιθυμούν να αναπτυχθούν, ούτε ανέχονται τη δυστυχία, τη μοναξιά και τον πόνο που συνεπάγεται η ανάπτυξη. Οι εξαρτημένοι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται ούτε για την πνευματική ανάπτυξη του άλλου, ο οποίος αποτελεί το στόχο της εξάρτησής τους. Φροντίζουν μόνο να υπάρχει ο άλλος για να τους ικανοποιεί. Η εξάρτηση δεν είναι παρά μία από τις μορφές συμπεριφοράς την οποία λαθεμένα ονομάζουμε «αγάπη», μολονότι απουσιάζει απ’ αυτήν το ενδιαφέρον για πνευματική ανάπτυξη.

Συχνά μιλάμε για ανθρώπους που αγαπούν τα άψυχα αντικείμενα ή δραστηριότητες. Έτσι λέμε, «Αυτός αγαπά τα λεφτά» ή «Αυτός αγαπά τη δύναμη», ή «Αυτός αγαπά την κηπουρική» ή «Αυτός αγαπά να παίζει γκολφ». Βέβαια, ένα άτομο μπορεί να επεκτείνει τον εαυτό του πολύ πιο πέρα από τα συνηθισμένα προσωπικά όρια δουλεύοντας εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα ώρες την εβδομάδα για να συνάξει πλούτο ή δύναμη. Ωστόσο, παρ’ όλη την αύξηση των αγαθών του ή της επιρροής του, όλη αυτή η δουλειά και η συσσώρευση μπορεί να μην είναι διόλου αυτοανάπτυξη. Μάλιστα, μπορεί συχνά να λέμε για έναν αυτοδημιούργητο μεγιστάνα του πλούτου, «Είναι ένας μικρός άνθρωπος, χυδαίος, τιποτένιος». Και μολονότι μιλάμε ίσως για το πόσο αυτός ο άνθρωπος αγαπά το χρήμα ή τη δύναμη, συχνά δεν τον αντιλαμβανόμαστε σαν ένα φιλόστοργο πρόσωπο. Γιατί; Διότι ο πλούτος ή η δύναμη έχουν γίνει για τέτοιους ανθρώπους αυτοσκοπός και όχι μέσον για έναν πνευματικό σκοπό. Ο μόνος αληθινός σκοπός της αγάπης είναι η πνευματική ανάπτυξη, η ανθρώπινη ανέλιξη.

Τα χόμπις είναι δραστηριότητες αυτοκαλλιέργειας. Αγαπώντας τους εαυτούς μας – δηλαδή καλλιεργώντας τους εαυτούς μας με σκοπό την πνευματική ανάπτυξη – είναι ανάγκη να εφοδιαστούμε με κάθε λογής πράγματα που δεν είναι άμεσα πνευματικά. Για να τραφεί το πνεύμα πρέπει να τρέφεται και το σώμα. Έχουμε ανάγκη από τροφή και στέγαση. Όσο κι αν είμαστε αφοσιωμένοι στην πνευματική ανάπτυξη, χρειαζόμαστε επίσης ξεκούραση και χαλάρωση, άσκηση και ψυχαγωγία. Οι άγιοι πρέπει κι αυτοί να κοιμούνται κι ακόμα οι προφήτες πρέπει να παίζουν. Έτσι τα χόμπις μπορεί να είναι ένα μέσο ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας. Αν όμως ένα χόμπι καταντήσει αυτοσκοπός, τότε γίνεται ένα υποκατάστατο και όχι ένα μέσο αυτοανάπτυξης. Μερικές φορές τα χόμπις συμβαίνει να γίνονται τόσο δημοφιλή επειδή ακριβώς είναι υποκατάστατα αυτοανάπτυξης. Στα γήπεδα του γκολφ, για παράδειγμα, βρίσκεις μερικούς περασμένης ηλικίας άντρες και γυναίκες που δεν έχουν πια άλλο σκοπό στη ζωή τους παρά να χτυπήσουν μερικές ακόμα πετυχημένες μπαλιές στο παιχνίδι τους. Αυτή η επιμελής προσπάθεια να βελτιώσουν την επιδεξιότητά τους, τους βοηθάει να δώσουν την αίσθηση κάποιας προόδου στη ζωή, και να παραβλέψουν έτσι την πραγματικότητα ότι έχουν στην ουσία σταματήσει να προοδεύουν, αφού εγκατέλειψαν την προσπάθεια να βελτιώσουν τους εαυτούς τους ως ανθρώπινα όντα. Αν αγαπούσαν τον εαυτό τους περισσότερο, δε θα επέτρεπαν στον εαυτό τους να παθιάζονται για ένα τόσο ρηχό σκοπό και ένα τόσο περιορισμένο μέλλον.

Από την άλλη μεριά, η δύναμη και το χρήμα μπορούν να γίνουν μέσα για ένα σκοπό αγάπης. Ένα πρόσωπο, λόγου χάρη, μπορεί να στέρξει σε μια πολιτική καριέρα με βασικό σκοπό να χρησιμοποιήσει την πολιτική δύναμη για τη βελτίωση του ανθρώπινου γένους. Ή μερικοί άνθρωποι μπορεί να επιθυμούν τα πλούτη όχι επειδή διψάνε για χρήμα, αλλά για να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο, ή να προσφέρουν στον εαυτό τους την ελευθερία και το χρόνο να μελετήσουν και να στοχαστούν, πράγμα απαραίτητο για την πνευματική τους ανάπτυξη. Δεν είναι η δύναμη ή το χρήμα που αγαπούν αυτοί οι άνθρωποι. Είναι η ανθρωπιά.

Ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάω εδώ και σ’ όλο αυτό το μέρος του βιβλίου είναι ότι η χρήση από μας της λέξης «αγάπη» είναι τόσο γενικευμένη και απροσδιόριστη, ώστε μας εμποδίζει σοβαρά να κατανοήσουμε την αγάπη. Δεν έχω μεγάλες ελπίδες ότι η γλώσσα θα αλλάξει σχετικά μ’ αυτό. Όμως, όσο συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «αγάπη» για να περιγράφουμε τη σχέση μας με οτιδήποτε είναι σημαντικό για μας, με οτιδήποτε εμείς εποφθαλμιούμε, χωρίς να παίρνουμε υπόψη την ποιότητα αυτής της σχέσης, θα εξακολουθούμε να δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, στο καλό και το κακό, στο ευγενικό και το πρόστυχο.

Χρησιμοποιώντας τον ακριβέστερο ορισμό μας, είναι φανερό, λογουχάρη, ότι μπορούμε να αγαπάμε μόνο τα ανθρώπινα όντα. Γιατί, σύμφωνα με τη γενική μας αντίληψη των πραγμάτων, μόνο τα ανθρώπινα όντα κατέχουν ένα πνεύμα ικανό για ουσιαστική ανάπτυξη.

Ας πάρουμε το θέμα των οικιακών ζώων. «Αγαπάμε» το σκύλο της οικογένειάς μας. Τον ταΐζουμε και τον λούζουμε, τον χαϊδεύουμε και τον αγκαλιάζουμε, τον εκπαιδεύουμε και παίζουμε μαζί του. Όταν είναι άρρωστος, αφήνουμε όλα στη μπάντα και τον πάμε άρον-άρον στον κτηνίατρο. Όταν φεύγει και τον χάνουμε ή όταν πεθάνει, μπορεί να νιώθουμε συντετριμμένοι. Μάλιστα για μερικούς μοναχικούς ανθρώπους χωρίς παιδιά, τα αγαπημένα ζώα τους μπορεί να γίνουν ο μοναδικός τους λόγος ύπαρξης. Αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι; Αλλά ας εξετάσουμε τις διαφορές ανάμεσα στη σχέση μας με ένα αγαπημένο ζώο, και στη σχέση μας μ’ έναν άλλο άνθρωπο. Πρώτα απ’ όλα η σφαίρα της επικοινωνίας μας με τα αγαπημένα ζώα μας είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σύγκριση με τη σφαίρα επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους αν φροντίσουμε γι’ αυτό. Δεν ξέρουμε τι σκέφτονται τα ζώα μας. Αυτή η έλλειψη γνώσης μάς επιτρέπει να προβάλουμε στα ζώα μας τις δικές μας σκέψεις και τα δικά μας αισθήματα, και έτσι να νιώθουμε μια συναισθηματική εγγύτητα με αυτά που μπορεί να μην ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα. Δεύτερο, θεωρούμε τα ζώα μας ικανοποιητικά, μόνον εφόσον οι επιθυμίες τους ταυτίζονται με τις δικές μας. Αυτή είναι η βάση, στην οποία γενικά στηρίζουμε την εκλογή των ζώων μας, και αν οι επιθυμίες τους αρχίζουν να αποκλίνουν σημαντικά από τις δικές μας, τα διώχνουμε. Δεν κρατάμε για πολύ τα ζώα στο σπίτι μας, όταν αυτά διαμαρτύρονται και μας αποκρούουν. Το μόνο σχολείο που στέλνουμε τα ζώα μας για την ανάπτυξη του μυαλού τους ή της ψυχής τους είναι το σχολείο της υπακοής. Ωστόσο, εμείς οι ίδιοι μπορεί να επιθυμούμε για άλλους ανθρώπους να αναπτύξουν «μια δική τους θέληση». Μάλιστα αυτή ακριβώς η επιθυμία για τη διαφοροποίηση του άλλου είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της γνήσιας αγάπης. Τελικά, στις σχέσεις μας με τα αγαπημένα μας ζώα επιδιώκουμε να καλλιεργήσουμε την εξάρτησή τους. Δεν τα θέλουμε να μεγαλώσουν και να φύγουν από το σπίτι. Τα θέλουμε να μένουν πάντα στο ίδιο μέρος, να ξαπλώνουν υποταγμένα κοντά στο τζάκι. Εκείνο που εκτιμούμε στα ζωάκια μας είναι η αφοσίωσή τους σε μας και όχι η ανεξαρτησία τους από μας.

Αυτό το θέμα της «αγάπης» των οικιακών ζώων είναι μεγίστης σημασίας επειδή πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι, είναι ικανοί να αγαπούν μόνο ζώα και ανίκανοι να αγαπούν αληθινά άλλες ανθρώπινες υπάρξεις. Μεγάλος αριθμός Αμερικανών στρατιωτών είχαν ειδυλλιακούς γάμους με Γερμανίδες, Ιταλίδες ή Γιαπωνέζες «νύφες του πολέμου», με τις οποίες δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τον προφορικό λόγο. Όταν όμως οι γυναίκες τους έμαθαν αγγλικά, οι γάμοι τους άρχισαν να διαλύονται. Οι στρατιώτες τότε δεν μπορούσαν πλέον να προβάλουν στις γυναίκες τους τις δικές τους σκέψεις, τα δικά τους αισθήματα και τους δικούς τους σκοπούς, και να έχουν την ίδια αίσθηση της προσέγγισης που ένας έχει με ένα αγαπημένο του ζώο. Αντίθετα, καθώς οι γυναίκες τους μάθαιναν αγγλικά, οι άνδρες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι οι γυναίκες αυτές είχαν ιδέες, γνώμες και επιδιώξεις διαφορετικές από τις δικές τους. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια ν’ αρχίσει σε μερικούς να αναπτύσσεται η αγάπη` αλλά για τους περισσότερους ενδεχομένως σταμάτησε. Η απελευθερωμένη γυναίκα έχει δίκιο να δυσπιστεί για τον άντρα που την αποκαλεί στοργικά «γατούλα μου». Μπορεί να είναι πράγματι ένα άτομο του οποίου η στοργή εξαρτάται από το ότι αυτή είναι ένα αγαπημένο ζωάκι που δεν έχει την ικανότητα να σέβεται την δική της δύναμη, ανεξαρτησία και ατομικότητα.

Ίσως το θλιβερότερο παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών που είναι ικανές να «αγαπούν» τα παιδιά τους μόνο σαν νήπια. Τέτοιες γυναίκες βρίσκονται παντού. Μπορεί να είναι ιδανικές μητέρες μέχρι να φτάσουν τα παιδιά τους στην ηλικία των δύο χρόνων – αφάνταστα τρυφερές, θηλάζουν τα μωρά τους χαρούμενα, τα κρατούν στην αγκαλιά τους και παίζουν μαζί τους, στοργικές πάντα και ολοκληρωτικά αφοσιωμένες στην περιποίησή τους και πανευτυχείς στο ρόλο της μητέρας. Και ξαφνικά, σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, η εικόνα αλλάζει. Μόλις ένα παιδί αρχίσει να εκδηλώνει τη δική του θέληση – να μην υπακούει, να γκρινιάζει, να αρνείται να παίξει, να αποκρούει πότε πότε το αγκάλιασμα, να συνδέεται με άλλα άτομα, να βγαίνει τοσοδά στον κόσμο στηριγμένο στη δική του δύναμη – , η αγάπη της μητέρας σταματά. Χάνει το ενδιαφέρον της για το παιδί, βγαίνει το παιδί από την κατοχή της, το αντιλαμβάνεται μόνο σαν έναν μπελά. Ταυτόχρονα νιώθει συχνά μια σχεδόν ακαταμάχητη ανάγκη να μείνει έγκυος πάλι, να έχει ένα άλλο νήπιο, ένα άλλο αγαπημένο ζωάκι. Συνήθως το πετυχαίνει και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Αν όχι, θα τη δει ίσως κανείς να επιδιώκει με λαχτάρα τη φύλαξη νηπίων των γειτόνων της, παραβλέποντας σχεδόν ολότελα τις παρακλήσεις του δικού της μεγαλύτερου παιδιού ή παιδιών, για περιποίηση και φροντίδα. Για τα παιδιά της, «τα τρομερά δίχρονα» δεν είναι μόνο το τέλος της βρεφικής ηλικίας, είναι συνάμα το τέλος της εμπειρίας της μητρικής αγάπης. Η οδύνη και η εγκατάλειψη που αισθάνονται είναι ορατές από όλους, εκτός από τη μητέρα τους, η οποία είναι απασχολημένη με το καινούργιο της βρέφος. Το αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας συνήθως φανερώνεται, καθώς τα παιδιά αναπτύσσονται προς την ενηλικίωση, με τη μορφή μιας καταθλιπτικής και/ ή παθητικής εξαρτημένης προσωπικότητας.

 

 

 

Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/addiction/

 

 

Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος

ΣΚΟΤ ΠΕΚ

Εικόνα: ‘Εξάρτηση’ του Ινδονήσιου καλλιτέχνη Andri Krisdianto από την Τζακάρτα



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram