
24 Φεβ ΠΕΤΡΑ ΣΕ ΛΙΜΝΗ | Μέρος Α’
Ενύχτωσε και δε μπορούν ακόμα στο καφενείο της επαρχίας να εξηγήσουν πώς απόψε πήρε προκλητική στάση κατά της κοινωνίας. Ένας άνθρωπος αποτυχημένος από χρόνια! Μήπως είχε καμμιά αιφνίδιαν επιτυχία; Μα σε τι; Ειν’ αδύνατο. Ας μετρήσωμε τις αποτυχίες και τις παραιτήσεις του. Είχε σπουδάσει Νομικά, από θαυμασμό προς την επιστήμη του δικαίου. Σε τρία χρόνια όμως παράτησε τη δικηγορία, χωρίς κανένας να μάθη γιατί. Σταμάτησε στο τρίτο φύλλο της, πριν προφτάση να διατυπώση τη γνώμη του για τα κοινά ή, τουλάχιστον, τις αντιπάθειές του, η επαρχιακή εφημερίδα του «Ασπίς». Eχώρισε με τη γυναίκα του, επειδή ο ένας έγινεν η πλήξη του άλλου. Το δεύτερο συνοικέσιό του ναυάγησε από κάποιο λάθος στην ώρα. Το τονωτικό φάρμακο που έπαιρνεν, επειδή του το είχε συστήσει διάσημος γιατρός, έχασε τη δύναμη του απ’ τη στιγμή που περαστικός ανθυπίατρος της φρουράς του το κατηγόρησε. Πέθανε o φιλάργυρος εισοδηματίας, που πάντα τον κέρδιζε και τον εφούρκιζεν ο κ. Νικόδημος στην πρέφα. Ο φίλος του αρχιμανδρίτης, ο μόνος άνθρωπος με τον όποιον κρυφόλεγαν τις πλέον σκανταλιάρικες ιστορίες για γυναίκες, τι ατυχία! έγινεν επίσκοπος. Τα «Άπαντα » του Βασιλειάδη και τον τόμο της «Σιών» του Λάτα, δανεισμένα σε φίλο του προ τριών ετών, δεν του τα ξαναγύρισαν. Όταν αυτά ακολούθησαν το ένα το άλλο, σαν νάγιναν επίτηδες, o κ. Νικόδημος ένοιωσε να τον παίρνη ο ατέλειωτος εκείνος θάνατος, που παίρνει τους ανθρώπους στην επαρχία — χωρίς να πάψουν να μιλούν και να βαδίζουν. Του είδους αυτού μακαρίτης έγινε κι ο Νικόδημος. Ξεκινούσε κάθε μέρα για τον ταχτικό του περίπατο, για να ιδή τους ίδιους λόφους, να μετρήση τα ίδια δέντρα και, το πολύ — αυτό ήταν το μεγαλύτερο συμβάν του τόπου — να ιδή το λεωφορείο που έφερνε τον νέον υπάλληλο του κράτους.
Δεκαπέντε χρόνια τώρα εξακολουθεί το επάγγελμα τούτο του μακαρίτη! Και μήπως τουλάχιστον μπαίνει στην τέλειαν ανυπαρξία; Όχι. Μια ενόχληση τον ακολουθεί πάντα — η μνήμη. Όπου και να βρίσκεται, θυμάται όλα τα παλιά. Ιδιαιτέρως τα ασήμαντα που του είχαν συμβή. Ενοχλητική ιστορία ! Στις επαρχίες εργάζεται η μνήμη. Ο Νικόδημος, πειραγμένος, τάβαζε μαζί της.
Αυτή η κατσίκα, έλεγε, δεν παύει το μάσημα;
Μα, ακριβώς σα να ήθελε κάποιος δαίμονας να του δείξη το άδειο της ζωής του, να τες! Έφταναν, σωρός, οι εικόνες των ασήμαντων πραγμάτων που είχε ζήσει, επεισόδια ξεθωριασμένα, κοιτάγματα, ήχοι, εικόνες των ματιών, της αφής και του ουρανίσκου. Αυλή της Αθήνας μ’ ένα ευκάλυπτο — μια κόρη που ανεβαίνει τη σκάλα — ο κρότος της δεκάρας του στο πιατάκι του φοιτητικού καφενείου — το χρυσόδετο ημερολόγιο του Βρετού, στο σπίτι των πεθερικών του, μέσα στη μεγάλη σάλα, όταν πρωτομπήκεν εκεί – η λεύκα του καφενείου Καρατζά – ένα βαρέλι που βουρτσίζεται το Σεπτέμβριο – μια δυνατή βροχή… Άπειρα τοπία – ελάχιστα γεγονότα! Αυτή ήταν η ζωή του.
Κ’ έξαφνα σήμερα, καθώς ετοιμάστηκε για το μετρημένο περίπατο, ανέλπιστο γεγονός ήρθε. Μιά κλήση. Τον καλούσαν μάρτυρα σε μιά υπόθεση τιμής που έκαμε κρότο. Ανώτερος υπάλληλος καταχράστηκε την εμπιστοσύνη γνωστού σπιτιού, απ’ τα καλύτερα του τόπου. Το σκάνδαλο το συζητούσαν παντού. Μα πώς έτυχε να τον θυμηθούν για μάρτυρα; Όταν ο κ. Νικόδημος έλαβε την κλήση, στάθηκε στο δρόμο και τη διάβαζε σαν ερωτικό γράμμα. Δυό και τρεις φορές. Διάβαζεν ακόμα και το έντυπο μέρος. Ώστε ζη ακόμα! Η κλήση του φάνηκε σαν ειδοποίηση πως είναι ζωντανός. Δεν περίμενε πια ούτε αυτό! Και, στη στιγμή, του ήρθεν ο πόθος να δράση. Ναι! Θα κάμη στο δικαστήριο μια κατάθεση πολύκροτη, ώστε να εκδικηθή όλην την αποτυχία της ζωής του. Αυτό δε θα ήταν μιά δράση ; Όσα δεν έγραψε στην «Ασπίδα», όσα δεν έπραξε, να η ευκαιρία να τα πη στη δίκη. Τελειωτικά. Συμπυκνωμένα σε αξιώματα. Τσεκουριές. Στην πολιτεία, στην κοινωνία ! Στον κλήρο, παρακαλώ! Στον άνθρωπο που σέρνει τα δεσμά της χυδαίας ύλης. Στους Έλληνες που απομακρύνονται απ’ την Μεγάλην Ιδέα. Όλη η χώρα θα μιλή για την κατάθεσή του! Αυτός ο πόθος τον συνεπήρε ολόκληρον. Η αποτυχημένη ζωή του αρπάχτηκε απ’ το γαλάζιο χαρτί. Στη στιγμή αγάπησε την κοινωνία, που χαρίζει την ανυποληψία και τον έπαινο. Την είδε να στέκη στα νύχια και να τον ακούη με θαυμασμό μέσα στο δικαστήριο. Άκουσε τον πρόεδρο από τώρα δα να χτυπά το κουδούνι. «Ησυχία, παρακαλώ, ν’ακουσθή ο μάρτυς από τους κυρίους ενόρκους! Θα λάβω μέτρα! Κλητήρ!» Κατά διαβόλου τύχη, ήταν ανοιξιάτικη ώρα. Χωριά άσπριζαν στις σμαραγδένιες πλαγιές του βουνού. Πουλιά νέα σταματούσαν μια στιγμή στα δέντρα, έλεγαν μια χαρούμενη φλυαρία κ’έφευγαν. Τι γλυκό Αεράκι! Ωραία πουν’ η ζωή! Κατά τη συνήθεια της να γεμίζη τα χαλάσματα με γαλάζιο ουρανό ή με χρυσά λουλούδια, η φύση εχάιδεψε τον κ. Νικήτα με μια απ’τις ηδονικές της πνοές και τότε, μαζεύοντας τα γερασμένα κόκκαλά του ο αποτυχημένος, πετάχτηκε στον περίπατο, σαν τις θύελλες εκείνες που δρασκέλιζαν συχνά τον τόπο με ταχύτητα τρομακτική και, χωρίς να σταματήση πουθενά, άρχισε να σχεδιάζει την κατάθεσή του, που θάκανε κρότο.
Ακολουθεί β’ μέρος
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/stone-in-lake-part-b-681b/
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Διηγήματα
Εικόνα: https://s3.amazonaws.com/files.collageplatform.com.prod/image_cache/1010x580_fit/551971df07a72c625f603e56/d1e3436eed3217d06c55dad0a355f3a6.jpeg