
05 Ιαν Salvador Dali (ELIZABETH LUNDAY)
Αν ο κόσμος είναι μια σκηνή, ένας από τους καλύτερους θεατρίνους πρέπει να ήταν ο Σαλβαδόρ Νταλί. Αποκαλείται υπερρεαλιστής, αλλά θα ήταν πιο εύστοχο να τον χαρακτηρίσουμε ως τον πρώτο performance artist. Οτιδήποτε έκανε ήταν σχεδιασμένο για να μαγέψει, να εκπλήξει και να διασκεδάσει. Π.χ. το μουστάκι του, που το άφησε να φτάσει σε εντυπωσιακό μήκος και κέρωνε τις άκρες του ή τα κοστούμια του από ζωηρόχρωμα βελούδα με χρυσή γαρνιτούρα.
Υπήρχε πραγματικός άνθρωπος πίσω από τη μάσκα; Ίσως. Ενίοτε βλέπουμε μία εύθραυστη μορφή που στηρίζεται στην αυταρχική του σύζυγο κι εκφράζει επιθυμία για πραγματική πνευματικότητα. Όμως ο κόσμος αγάπησε τον τρελο-Νταλί, τον άνθρωπο με το μουστάκι και τα παράξενα κοστούμια, κι αυτόν τους πρόσφερε.
Η μεγάλη τραγωδία της ζωής του συνέβη πριν γεννηθεί. Το 1901, η οικογένεια Νταλί στο Φιγκουέρες της Ισπανίας έκανε ένα γιο με το όνομα Σαλβαδόρ, όπως ο πατέρας του, αλλά πέθανε σε ηλικία 21 μηνών. Έπειτα από εννέα μήνες και δέκα μέρες, η οικογένεια έκανε άλλον ένα γιο, που επίσης ονόμασε Σαλβαδόρ. Ποτέ όμως οι γονείς δεν συνήλθαν από την πρώτη απώλεια. Μιλούσαν διαρκώς για το νεκρό μωρό, πείθοντας τον νέο Σαλβαδόρ ότι ερχόταν δεύτερος. Διόλου ανεξήγητα, το αγόρι έγινε εξαιρετικά ευερέθιστο κι άφηνε τα περιττώματά του στο χωλ αντί να πάει στην τουαλέτα. Το σχολείο ήταν, επίσης, μία απόλυτη καταστροφή.
Ο Νταλί πήρε μαθήματα σχεδίου από μικρός κι έκανε την πρώτη του έκθεση στο τοπικό θέατρο το 1919. Μετακόμισε στη Μαδρίτη το 1922 και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά, μετά από χρόνια καβγάδων με τους καθηγητές, αποβλήθηκε επειδή αρνιόταν να δώσει τελικές εξετάσεις, λέγοντας ότι κανείς στη σχολή δεν ήταν κατάλληλος να τον κρίνει.
Άλλα ήθελε η καρδιά του: το Παρίσι και τους υπερρεαλιστές. Ο υπερρεαλισμός ήταν το νέο μοντέρνο καλλιτεχνικό κίνημα που συνδύαζε τον ανορθολογισμό του Νταντά, την ψυχανάλυση του Φρόυντ και την πολιτική του Μαρξ. Η έμφαση του υπερρεαλισμού στο ασυνείδητο συνάρπαζε τον Νταλί, που ήθελε να χρησιμοποιήσει τις σχεδιαστικές του ικανότητες για τη δημιουργία ανορθολογικών εικόνων. Το 1929, πήρε ένα τρένο για τη Γαλλία, αλλά αντί να τον υποδεχτούν ως ήρωα οι υπερρεαλιστές δεν πρόσεξαν καν την άφιξή του. Έκανε μόνο ένα φίλο, τον υπερρεαλιστή ποιητή Πολ Ελυάρ, τον οποίο κάλεσε εκείνο το καλοκαίρι στο Καντακές χωριό της καταλανικής ακτής όπου η οικογένεια Νταλί περνούσε τις διακοπές της.
Ο Νταλί επέστρεψε στην Ισπανία βαθιά απογοητευμένος αλλά σύντομα έφτασε ο Ελυάρ με τη γυναίκα του, Γκαλά. Ρωσίδα, που το πραγματικό της όνομα ήταν Έλενα Ιβάνοβα Ντιακόνοβα, η Γκαλά Ελυάρ ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Νταλί (έλεγε ψέματα για την ηλικία της). Ήταν επίσης δυναμική, αυταρχική κι αχόρταγη. Μετά τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον Ελυάρ ηγετική μορφή του Νταντά, η Γκαλά θριάμβευε στο ρόλο της μούσας και ερωμένης, αλλά το 1929 είχε πλέον βαρεθεί με τα πενιχρά οικονομικά του άντρα της.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΓΚΑΛΑ
Αρχικά η Γκαλά απέρριψε τον Νταλί, λέγοντας ότι έμοιαζε Αργεντινός χορευτής ταγκό, αλλά όταν είδε τα έργα του κατάλαβε ότι το ταλέντο του μπορούσε να σημαίνει πολλά λεφτά. Ο Νταλί ήταν τόσο ξετρελαμένος μαζί της ώστε περιφερόταν μ’ ένα γεράνι πίσω από τ’ αυτί του, έφτιαξε ένα παράξενο άρωμα από κοπριά και για κάποιο λόγο ξύρισε τις μασχάλες του μέχρι που μάτωσαν. Οι σεξουαλικές τους τάσεις έμοιαζαν διαφορετικές: η Γκαλά περιγραφόταν από φίλους ως νυμφομανής ενώ ο Νταλί απεχθανόταν να τον αγγίζουν κι έδειχνε να έχει ομοφυλοφιλικές τάσεις. Ωστόσο λειτουργούσαν καλά μαζί: στον Νταλί άρεσε να κοιτάζει και στην Γκαλά να την κοιτάζουν. Ο Ελυάρ δέχτηκε το χωρισμό με αξιέπαινη ανωτερότητα, και σίγουρα το γεγονός ότι εκείνη εξακολουθούσε να κάνει σεξ μαζί του μετρίαζε τον πόνο. Το 1932 χώρισαν οριστικά για να ξαναπαντρευτεί ο Ελυάρ και δυο χρόνια αργότερα ο Νταλί και η Γκαλά έκαναν πολιτικό γάμο.
Η Γκαλά αφοσιώθηκε στην προώθηση του Νταλί. Έμαθε να παζαρεύει στα ψώνια, γιατί το ζευγάρι ήταν πάμφτωχο και ζούσε με τις λίγες πωλήσεις του Νταλί και κάποιες επιταγές του Ελυάρ. Τα καλοκαίρια έμεναν στην Ισπανία, σε μια μικρή καλύβα στο Πορτ Λιγκάτ, κοντά στο Καντακές. Εκείνα τα καλοκαίρια, ο Νταλί ζωγράφισε κάποια από τα σημαντικότερα έργα του, όπως την Εμμονή της μνήμης. Αυτό το παράξενο και δυσοίωνο έργο είναι βγαλμένο απευθείας από το ασυνείδητο του Νταλί. Σ’ ένα σκοτεινό τοπίο, μια σάρκινη μάζα που μπορεί να είναι πρόσωπο κείται πλάι σ’ έναν όγκο που μοιάζει με τραπέζι, όπου ορθώνεται ένα ξερό δέντρο. Πάνω στο πρόσωπο, το δέντρο και το τραπέζι βρίσκονται ρολόγια που μοιάζουν λιωμένα: η ιδέα τού ήλθε βλέποντας ένα τυρί καμαμπέρ να μαλακώνει μετά το φαγητό. Όταν τελείωσε το έργο, ρώτησε την Γκαλά αν ήταν εικόνα που θα θυμόταν η ίδια – του απάντησε ότι κανείς δεν Θα την ξεχνούσε. Έτσι ο Νταλί έδωσε στο έργο τον τίτλο του, για την εμμονή του δημιουργήματός του στη μνήμη του θεατή.
Η έκθεση του 1931 με την Εμμονή της μνήμης είχε τεράστια επιτυχία. Η Γκαλά κι ο Νταλί έγιναν οι χαϊδεμένοι του καλού κόσμου, που υιοθέτησε τον ιδιόρρυθμο τρόπο ομιλίας του καλλιτέχνη. Όμως η νέα του φήμη δεν άρεσε σε όλους: κάποιοι υπερρεαλιστές θεωρούσαν ότι εκμεταλλευόταν το κίνημα. Αργότερα ο Νταλί έφτασε να κάνει εξωφρενικές παρατηρήσεις για τον Χίτλερ, λέγοντας ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο υπερρεαλιστικό απ’ αυτόν (ο Χίτλερ δεν ανταπέδωσε το κομπλιμέντο, δηλώνοντας ότι οι υπερρεαλιστές έπρεπε να αποστειρώνονται ή να εκτελούνται).
Οι κομμουνιστές υπερρεαλιστές τον πίεσαν ν’ ανακαλέσει, αλλά εκείνος διαμαρτυρήθηκε ότι αν ο υπερρεαλισμός επιδιώκει τη διερεύνηση των ονείρων και των ταμπού χωρίς λογοκρισία, είχε κάθε δικαίωμα να ονειρεύεται τον Χίτλερ.
Μπορεί ο Νταλί να ονειρευόταν τον Χίτλερ, αλλά σίγουρα δεν ήθελε να ζει υπό το ζυγό του. Ενώ οι γερμανικές δυνάμεις κινούνταν προς το Παρίσι, έφυγε όσο πιο μακριά μπορούσε. Τον Αύγουστο του 1940, ο ίδιος, η Γκαλά κι ένα απίστευτο πλήθος αποσκευών σάλπαραν από τη Λισαβόνα για τη Νέα Υόρκη.
Μοίραζαν το χρόνο τους μεταξύ της Νέας Υόρκης και του Πεμπλ Μπητς στην Καλιφόρνια, με τους ρεπόρτερ των αμερικάνικων περιοδικών να τους ακολουθούν κατά πόδας. Όμως, ενώ συναναστρεφόταν τις προσωπικότητες του Χόλιγουντ και της Νέας Υόρκης, ο Νταλί άρχισε να αλλάζει το ύφος του. Ζωγράφισε την Γκαλά σ’ ένα πορτρέτο ρεαλιστικό, ίσως ακόμη κι όμορφο, χωρίς λιωμένα ρολόγια, χοιρινές μπριζόλες ή ιπτάμενους ελέφαντες. Ζωγράφισε θρησκευτικούς πίνακες – μια Σταύρωση, μια Μαντόνα (με μοντέλο την Γκαλά, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται), έναν Μυστικό Δείπνο. Όλοι εξεπλάγησαν: ο Νταλί πνευματικός και σοβαρός;
Αυτό που η Γκαλά δεν έβρισκε σοβαρό ήταν το να κάνει ο Νταλί κάτι άλλο από αυτήν την εξαιρετικά κερδοφόρα δουλειά. Ο καιρός που η Γκαλά παζάρευε το ψωμί είχε παρέλθει: τώρα έτρωγε στα καλύτερα εστιατόρια και ντυνόταν με φορέματα Σανέλ.’Έπειθε τον Νταλί να δέχεται τις πιο παράξενες και καλοπληρωμένες αναθέσεις. Σχεδίασε τη σκηνή του ονείρου για την Έκσταση του Χίτσκοκ και συνεργάστηκε για μια ταινία μικρού μήκους με τον Γουόλτ Ντίσνεϋ (που όμως δεν κυκλοφόρησε). Σχεδίασε κοσμήματα (ένα λιωμένο ρολόι), διακοσμητικά αντικείμενα (το «τηλέφωνο-αστακό») κι έπιπλα (έναν καναπέ βασισμένο στα χείλη της Μαίη Γουέστ). Ό,τι κι αν έκανε -πήγαινε για διάλεξη σε μια Ρολς Ρόις γεμάτη κουνουπίδια, έμπαινε στο κλουβί του ρινόκερου στον ζωολογικό κήπο με μια ζωγραφιά ρινόκερου- οι ρεπόρτερ το κάλυπταν κι οι αναγνώστες το καταβρόχθιζαν.
Αν οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του Νταλί τη δεκαετία του ’30 ήταν η παρισινή καλή κοινωνία, τη δεκαετία του ’60 στο Πορτ Λιγκάτ συνέρρεαν χίπιδες με άφθονα αποθέματα μαριχουάνας και LSD. Ο Νταλί αποκαλούσε τη συνοδεία του «Αυλή των θαυμάτων». Ένας βιογράφος του την περιέγραφε ως «μια ποικίλη ομάδα νάνων ερμαφρόδιτων, αλλήθωρων μοντέλων, διδύμων, νυμφιδίων και τραβεστΊ».
Κι έπειτα το σεξ ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Η Γκαλά, που είχε περάσει τα 70, τρελαινόταν με τόσους νεαρούς γύρω της κι ο Νταλί οργάνωνε «ερωτικές τελετές», όργια με δωμάτια αφιερωμένα σε διάφορα συμπλέγματα. Όλη αυτή η έκλυση ηθών ήταν πανάκριβη κι η Γκαλά γινόταν όλο και πιο εφευρετική για να βρει χρήματα. Έβαζε τον άντρα της να υπογράφει εκατοντάδες λευκά χαρτιά, που κατόπιν τα μετέτρεπε σε λιθογραφίες «περιορισμένων αντιτύπων».
Τελικά ήλθαν τα γεράματα. Το δέρμα της Γκαλά κατέρρευσε μετά από πολλαπλά λίφτινγκ. Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια τον Ιούνιο του 1982. 0 Νταλί πέρασε τα επόμενα έξι χρόνια περιμένοντας να τη συναντήσει. Αρνιόταν να φάει, έκλαιγε κι έμενε ξαπλωμένος στο σκοτάδι. Είχε ένα κουδούνι στο κρεβάτι του για να καλεί τη νοσοκόμα και στη διάρκεια της νύχτας το χτυπούσε διαρκώς. Ενοχλημένες, οι νοσοκόμες αντικατέστησαν το κουδούνι με λαμπτήρα και μια μέρα πάτησε το κουμπί τόσες φορές που έγινε βραχυκύκλωμα κι έκαψε το κρεβάτι. Το προσωπικό τον βρήκε να σέρνεται στο πάτωμα μέσα σε καπνούς με εγκαύματα σχεδόν στο 20% του σώματός του. Όλοι υπέθεσαν ότι θα πέθαινε, αλλά ανάρρωσε αρκετά και μάλιστα έδωσε συνέντευξη στο Vanity Fair, το 1986. Ήταν η τελευταία φορά που έδειξε σημάδια υγείας αν κι έζησε άλλα τρία χρόνια. Πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 1989.
Πολλοί ιστορικοί τέχνης απορρίπτουν το μεταπολεμικά του έργο ως αυτάρεσκο κιτς. Κάποιοι απορρίπτουν το έργο του συλλήβδην. Πρόσφατα, ένας κριτικός τον περιέγραψε ως «παιδαριώδη διεστραμμένο, του οποίου η ικανότητα να εμπνέει αδικαιολόγητο θαυμασμό για τις μπερδεμένες διεργασίες του μισάνθρωπου νου του εξακολουθεί να εκπλήσσει». Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί την επιρροή του: ο Νταλί εισήγαγε την ιδέα να κάνεις τη ζωή σου τέχνη.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΖΩΓΡΑΦΩΝ
ELIZABETH LUNDAY
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/321303754665936200/