fbpx

Οι φήμες λένε ότι η κυρία απατά τον σύζυγό της… (GUY DE MAUPASSANT) | Μέρος Α’

Οι φήμες λένε ότι η κυρία απατά τον σύζυγό της… (GUY DE MAUPASSANT) | Μέρος Α’

Καλοί άνθρωποι, το ζεύγος Μποντέλ, αν και λιγάκι φιλόνικοι. Καβγάδιζαν συχνά, για ασήμαντες αιτίες, κι ύστερα μόνοιαζαν,

Πρώην έμπορος που αποσύρθηκε από τα επιχειρηματικά τεκταινόμενα αφού συγκέντρωσε αρκετή περιουσία ώστε να καλύπτει τις μετριοπαθείς του ανάγκες, ο Μποντέλ νοίκιασε στο Σαν Ζερμαίν μια μικρή έπαυλη κι είχε εγκατασταθεί εκεί με τη γυναίκα του.

Άνθρωπος ήρεμος, του οποίου οι πεποιθήσεις, βαθιά ριζωμένες μες στο κεφάλι του καθώς ήταν, δύσκολα κλονίζονταν. Ήταν μορφωμένος, διάβαζε σοβαρές εφημερίδες αλλά παρ’ όλ’ αυτά θαύμαζε τη γαλατική ιδιοσυγκρασία. Λογικός, μυαλωμένος και προικισμένος με εξαίρετο πρακτικό πνεύμα που αποτελεί την πρωταρχική αρετή του εργατικού Γάλλου αστού, σκεφτόταν λίγο, αλλά με διαύγεια, και οι αποφάσεις που έπαιρνε ήταν εκείνες που το ένστικτό του του υπαγόρευε ως αλάνθαστες,
Είχε μέτριο ανάστημα, γκριζωπά μαλλιά και ευγενική φυσιογνωμία.

Η γυναίκα του, προικισμένη με σημαντικές αρετές, είχε κι αυτή τα ελαττώματά της. Χαρακτήρας ευερέθιστος, ειλικρινής σε σημείο που ν’ αγγίζει τα όρια της βίας και αδιόρθωτα ισχυρογνώμων, διεπόταν από μια ἀσβεστη μνησικακία προς τους ανθρώπους. Κοπέλα όμορφη στο παρελθόν, αλλά παχιά και ροδαλή πλέον, περνιόταν ακόμη από τον κόσμο – στη συνοικία τους στο Σαιν Ζερμαίν – για πολύ ωραία γυναίκα ενώ θεωρούνταν η προσωποποίηση της υγείας και στρυφνή ως προσωπικότητα.

Οι διενέξεις τους ξεκινούσαν σχεδόν πάντα την ώρα του γεύματος, κατά τη διάρκεια κάποιας συζήτησης άνευ σημασίας, και το ζεύγος παρέμενε θυμωμένο μέχρι το βράδυ ή – συχνά – μέχρι την επόμενη μέρα. Η ζωή τους, που ήταν τόσο απλή, τόσο περιορισμένη, έκανε να φαίνονται σοβαρά και τα πιο ασήμαντα μικροζητήματα με αποτέλεσμα κάθε θέμα συζήτησης να γίνεται αφορμή για καβγά. Δεν ήταν έτσι μεταξύ τους κάποτε, τότε που είχαν τις ασχολίες τους· έλεγαν τις έγνοιες τους ο ένας στον άλλον, τότε που φυλούσαν τις καρδιές τους μαζί κάτω από τη σκέπη της συνύπαρξης και του κοινού συμφέροντος.

Όμως στο Σαιν Ζερμαίν έβλεπαν λιγότερο κόσμο. Χρειάστηκε να κάνουν ξανά νέες γνωριμίες, να ξαναρχίσουν, ανάμεσα σ’ αγνώστους, μια νέα ζωή δίχως ασχολίες. Κι έτσι, η μονοτονία των ωρών που διαδέχονταν απαράλλακτες η μία την άλλη τούς έκανε λίγο
πικρόχολους μεταξύ τους και η ήρεμη ευτυχία, η πολυπόθητη, που προσδοκούσαν τον ερχομό της μαζί με την άνεση, δεν εμφανιζόταν.

Είχαν μόλις καθίσει στο τραπέζι, κάποιο πρωινό του Ιουνίου, όταν ο Μποντέλ ρώτησε:

«Τους ξέρεις αυτούς που μένουν στη μικρή κόκκινη έπαυλη στο τέλος της οδού Μπερσώ;».

Η κυρία Μποντέλ πρέπει να είχε ξυπνήσει στραβά. «Και ναι και όχι τους ξέρω αλλά δεν έχω όρεξη

να τους γνωρίσω» αποκρίθηκε. «Και γιατί παρακαλώ; Μοιάζουν ευγενικοί άνθρωποι».

«Επειδή…»

«Συνάντησα τον άντρα σήμερα το πρωί και κάνα με μαζί δύο φορές το γύρο της αυλής».

«Καλά θα ‘ταν να το είχες αποφύγει».

«Ναι, αλλά γιατί;»

«Γιατί κυκλοφορούν κουτσομπολιά για λόγου τους ..»

«Τι είδους;»

«Τι είδους! Για τ’ όνομα του Θεού, κουτσομπολιά σαν κι αυτά που κυκλοφορούν συνήθως».

Ο κύριος Μποντέλ έκανε το λάθος να μιλήσει απότομα.

«Αγαπητή μου, γνωρίζεις ότι απεχθάνομαι τα κουτσομπολιά. Και μάλιστα, όσο πιο πολλά λέγονται για κάποιους, τόσο περισσότερο εγώ τους βλέπω με καλό μάτι. Όσο για τους συγκεκριμένους ανθρώπους, εγώ τους βρήκα πολύ συμπαθείς».
Βράζοντας από θυμό, εκείνη ρώτησε: «Και τη γυναίκα να υποθέσω;»

«Μα για το Θεό! Και τη γυναίκα βέβαια, μολονότι δεν την είδα καλά».

Και η διαφωνία συνεχίστηκε, φουντώνοντας σιγά σιγά, περιστρεφόμενη πάντα γύρω από το ίδιο θέμα, ελλείψει άλλου αντικειμένου.

Η κυρία Μποντέλ απέφευγε να πληροφορήσει το σύζυγό της τι είδους κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν για τους εν λόγω γείτονες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι λέγονταν άσχημα πράγματα, χωρίς όμως να εξειδικεύσει. Ο Μποντέλ σήκωνε τους ώμους και κάγχαζε κάνοντάς την ν’ αγανακτήσει. Στο τέλος, εκείνη φώνσξε:

«Ορίστε, λοιπόν! Οι φήμες λένε ότι ο κύριος είναι κερατάς!»

Ο σύζυγός της απάντησε ανέκφραστος:

«Δεν καταλαβαίνω πώς αυτό θίγει την αξιοπρέπεια ενός άντρα».

Η κυρία Μποντέλ φάνηκε να εκπλήσσεται.

«Πώς είπες; Δεν καταλαβαίνεις;.. Δεν καταλαβαίνεις; Αυτό πια παραπάει! Μα πρόκειται για σκάνδαλο! Αφού του έχει βγει τ’ όνομα!»

Της αποκρίθηκε:

«Α, μα όχι! Όποιος, δηλαδή, πέφτει θύμα εξαπάτησης, προδοσίας, κλοπής σημαίνει ότι του βγαίνει τ᾽ όνομα; Όχι, λοιπόν. Το καταλαβαίνω να πεις κάτι τέτοιο για τη γυναίκα του, αλλά όχι για τον ίδιο».

Είχε γίνει έξαλλη.
«Ισχύει και για τους δύο. Τους έχει βγει τ’ όνομα, άρα πρόκειται για δημόσιο αίσχος».

Ο Μποντέλ ρώτησε πολύ ήρεμα:

«Πρώτα πρώτα, είναι αλήθεια; Ποιος μπορεί να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο αν δεν έχουν πιάσει κανέναν

επ’ αυτοφώρω;»

Η κυρία Μποντέλ δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη στο κάθισμά της.

«Πώς; Ποιος μπορεί να το επιβεβαιώσει; Μα όλος ο κόσμος! Όλος ο κόσμος! Κάτι τέτοια πράγματα είναι οφθαλμοφανέστατα. Όλος ο κόσμος το ξέρει, όλος ο κόσμος το λέει. Δεν χωράει αμφιβολία. Είναι ηλίου φαεινότερο».

Ο Μποντέλ κάγχαζε.

«Και για καιρό οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο ήλιος γυρνάει γύρω από τη γη όπως και χίλια δυο άλλα πράγματα λιγότερο προφανή, που αποδείχθηκαν εσφαλμένα. Ο άντρας αυτός λατρεύει τη γυναίκα του και μιλάει για κείνη με τρυφερότητα και σεβασμό. Όλη αυτή η ιστορία είναι παραμύθια».

Εκείνη ψέλλισε, χτυπώντας τα πόδια της στο πάτωμα:

«Σιγά μην το ξέρει ο βλάκας, ο αγαθιάρης, ο στιγματισμένος!»

Ο Μποντέλ αντί να θυμώσει επιχειρηματολογούσε.

«Με συγχωρείς, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι βλάκας. Απεναντίας, μου φάνηκε πολύ έξυπνος και καλλιεργημένος· και δεν πρόκειται να με πείσεις ότι ένας άνθρωπος μυαλωμένος δεν παίρνει είδηση ότι μες στο ίδιο του το σπίτι γίνεται τέτοιο πράγμα, όταν οι γείτονες, που δε ζουν εκεί μέσα, γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια της παράνομης σχέσης – και είμαι σίγουρος ότι γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια».

Η κυρία Μποντέλ ξέσπασε σ’ ένα θυμωμένο γέλιο που ερέθισε τα νεύρα του άντρα της.

«Χα χα χα! Ίδιος σαν όλους τους άλλους! Δεν υπάρχει ούτε ένας στον κόσμο που να το πιστεύει εκτός κι αν του το έφερναν κάτω από τη μύτη».

Η συζήτηση πήρε άλλη τροπή. Η κυρία Μποντέλ. τα είχε βάλει με το στρουθοκαμηλισμό των απατημένων συζύγων, κάτι που εκείνος αμφισβητούσε και που εκείνη υποστήριζε με τόσο φανατισμό και περιφρόνηση ώστε κατόρθωσε να τον εκνευρίσει.

Και τότε άρχισε ένας καβγάς τρικούβερτος, μ’ ε κείνη να έχει πάρει το μέρος των γυναικών κι εκείνον το μέρος των αντρών.

Ο κύριος Μποντέλ μάλιστα είχε την αλαζονεία να δηλώσει:

«Ε, λοιπόν, αν εσύ με απατούσες, θα το είχα αντιληφθεί· ευθύς εξαρχής κιόλας. Και μάλιστα θα έκανα να σου φύγει η διάθεση για παρόμοιες ιστορίες με τέτοιο τρόπο που δε θα ‘φτανε ένας γιατρός για να ξανασταθείς στα ποδάρια σου».

Σηκώθηκε όρθια βράζοντας από θυμό και του πέταξε κατάμουτρα:

«Εσύ; Εσύ όλα αυτά; Σε πληροφορώ ότι είσαι βλάκας σαν όλους τους υπόλοιπους, τ’ ακούς;»
Ο κύριος Μποντέλ τη διαβεβαίωσε για μία ακόμη φορά: «Σου τ’ ορκίζομαι πως δεν είμαι».

Και τότε εκείνη άρχισε να γελά με τόση αυθάδεια που ο Μποντέλ ένιωσε ένα δυνατό καρδιοχτύπι και

ρίγη να τον διαπερνούν,

Για τρίτη φορά επανέλαβε: «Εγώ θα το είχα καταλάβει».

Η γυναίκα του σηκώθηκε πάνω και, γελώντας πάντα με τον ίδιο τρόπο, είπε:

«Όχι δα, αυτό παραπάει». Και βγήκε έξω βροντώντας την πόρτα.

 

Ο Μποντέλ έμεινε μόνος και πολύ αμήχανος. Αυτό το θρασύ, προκλητικό γέλιο ήταν σαν τσίμπημα από δηλητηριώδες έντομο που δεν το καταλαβαίνουμε μεμιάς, αλλά που σύντομα πρήζεται και γίνεται ανυπόφορο.

Βγήκε έξω, άρχισε να περπατά και να ονειροπολεί. Η μοναξιά της νέας του ζωής τού έφερε μαύρες, θλιβερές σκέψεις. Ξαφνικά, ο γείτονας που είχε συναντήσει το πρωί βρέθηκε μπροστά του. Έσφιξαν τα χέρια και άρχισαν να κουβεντιάζουν. Αφού πρώτα έθιξαν διάφορα θέματα, βάλθηκαν να μιλούν για τις γυναίκες τους. Τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος έμοιαζαν να έχουν κάτι να εξομολογηθούν, κάτι που δεν μπορούσαν να εκφράσουν, κάτι το απροσδιόριστο, το οδυνηρό σχετικά με τη φύση του πλάσματος που συνδέεται με τη ζωή τους: τη γυναίκα.

Ο γείτονας έλεγε:

«Πράγματι, θα έλεγε κανείς ότι φορές φορές κρατούν απέναντι στον άντρα τους μια ιδιαίτερα εχθρική στάση, μόνο και μόνο επειδή είναι ο άντρας τους. Εγώ τη γυναίκα μου την αγαπώ την αγαπώ πολύ, την εκτιμώ και τη σέβομαι. Αλλά, να, είναι φορές που δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη στους φίλους μας απ’ ό,τι σ’ εμένα τον ίδιο».

Εκείνη τη στιγμή ο Μποντέλ συλλογίστηκε: «Να που τελικά η γυναίκα μου είχε δίκιο».

 

Ακολουθεί β’ μέρος

 

Περί απιστίας

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Guy de Maupassant
Εκδόσεις ΡΟΕΣ

 

Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/1196337374742952/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram