04 Φεβ Beethoven (ELIZABETH LUNDAY)
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν μετέτρεψε την κλασική μουσική σε κάτι μεγαλύτερο, τολμηρότερο και πιο μεγαλεπήβολο από ποτέ.
Ο Μπετόβεν ήταν μόλις 26 ετών όταν άρχισε να χάνει την ακοή του, αλλά συνέχισε να συνθέτει για πάνω από τριάντα χρόνια. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο κατόρθωμα στην ιστορία της τέχνης. Σαν να ήταν τυφλός ο Μικελάντζελο, αλλά παρά ταύτα να ζωγράφιζε την Καπέλα Σιστίνα.
Δυστυχώς, η κώφωση δεν μετρίασε την άγρια διάθεση του Μπετόβεν. Όσο έχανε την ακοή του, οι κρίσεις του γίνονταν ανεξέλεγκτες και τα ξεσπάσματά του όλο και πιο παράλογα. Κι όμως, όσο πιο παράξενη η συμπεριφορά τόσο πιο θεσπέσια η μουσική.
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών στη Βόννη της Γερμανίας. Ο πατέρας του ο Γιόχαν, τενόρος στην τοπική Αυλή και ελαφρώς αλκοολικός, αδιαφόρησε για τη γέννηση του γιου του το 1770 και δεν του έδωσε καμία σημασία, μέχρι που ανακάλυψε ότι το αγοράκι είχε ενστικτώδες μουσικό χάρισμα. Ο Γιόχαν θυμόταν το παράδειγμα της πρώιμης επιτυχίας του Μότσαρτ κι έτσι αποφάσισε ότι η δική του φήμη στηριζόταν στους εύθραυστους ώμους του γιου του.
Οι μέθοδοι του Γιόχαν ήταν κτηνώδεις αλλά αποτελεσματικές: από την ηλικία των 10 ετών ο Λούντβιχ κατείχε εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής θεωρίας και εξαίρετες ικανότητες στο πιάνο. Επειδή όμως δεν είχε πολύ χρόνο για το σχολείο, ήταν φρικτός στην ορθογραφία και κακός στην αριθμητική. Υπάρχουν επίσης στοιχεία ότι ήταν δυσλεξικός.’Όταν έγινε 11 ετών, εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο.
Ο Γιόχαν δεν κατάφερε να κάνει τον γιο του διάσημο παιδί-θαύμα, αλλά το ταλέντο του Λούντβιχ κέρδισε την προσοχή αριστοκρατών της περιοχής και το 1787 κάποιοι Προστάτες των τεχνών τον έστειλαν στη Βιέννη για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Ο ντροπαλός δεκαεπτάχρονος γνώρισε τον δάσκαλο, αλλά πριν αρχίσουν τα μαθήματα, έφτασε στη Βιέννη το νέο ότι η μητέρα του Μπετόβεν ήταν βαριά άρρωστη.
Ο νεαρός μουσικός έφτασε στο σπίτι του εγκαίρως για να δει τη μητέρα του να πεθαίνει. Δεν επέστρεψε στη Βιέννη: οι δυο νεότεροι αδελφοί του χρειάζονταν φροντίδα κι ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος γι’ αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Γιόχαν Μπετόβεν είχε καταλήξει τόσο αναξιόπιστος που οδηγήθηκε σε πρόωρη σύνταξη και λάμβανε το μισό ποσό, ενώ το άλλο μισό πήγαινε στον Λούντβιχ για να φροντίζει τα αδέλφια του.
Μόλις το 1792 κατάφερε ο Μπετόβεν να επιστρέψει στη Βιέννη, όπου, με τη βοήθεια ενός πλούσιου σπόνσορα, έκανε μαθήματα με τον Γιόζεφ Χάιντν. Εδώ όμως απογοητεύτηκε: θεώρησε ότι ο Χάιντν δεν τον εκπαίδευε με τη δέουσα πυγμή, ενώ ο Χάιντν ενοχλήθηκε από την έπαρση του 22χρονου.’Οχι ότι ο Μπετόβεν χρειαζόταν πολλή εκπαίδευση. Το 1795, έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ το 1800 παίχτηκε η Πρώτη του Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο αστέρι.
Τότε ήταν που οι φίλοι του Μπετόβεν παρατήρησαν ότι απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ο Χάιντν σχολίασε ότι δεν τον επισκεπτόταν καθόλου κι ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του Μπετόβεν παραξενεύτηκε που βρήκε το πιάνο ξεκούρδιστο. Ο Μπετόβεν ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε: είχε χάσει σταδιακά την ακοή του και δεν άκουγε τίποτε απολύτως.
Επίσης είχε κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως κοιλιακές κράμπες, περιοδική διάρροια και συχνούς πονοκεφάλους. Ήταν τόσο δυστυχισμένος που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το μόνο που τον εμπόδισε ήταν η ένθερμη πίστη στην τέχνη του. Το φθινόπωρο του 1802, ενώ έμενε στην κωμόπολη Χάιλιγκενσταντ, περιέγραψε τι τον κράτησε ζωντανό: «Μου φαινόταν αδύνατο να αφήσω τον κόσμο μέχρι να προσφέρω όλα όσα ένιωθα ότι βρίσκονταν μέσα μου», έγραψε στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, όπως είναι γνωστό το κείμενο, που γράφτηκε ως επιστολή στους αδελφούς του αλλά παρέμεινε κλεισμένο στο γραφείο του για το υπόλοιπο της ζωής του.
Μετά τη νέα του απόφαση, ο Μπετόβεν έσφυζε από ενέργεια και ιδέες. Η Τρίτη, ή «Ηρωική» Συμφωνία (αρχικά αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη – μέχρι που εκείνος αποφάσισε να εισβάλει στην Αυστρία) ήταν τόσο επαναστατική που η ορχήστρα συχνά διέκοπτε τις πρόβες από τη σύγχυση- ενώ οι κριτικοί έβρισκαν το έργο «παράξενο». Το κοινό επίσης διαμαρτυρόταν για τη διάρκεια του έργου. «Θα του έδινα ένα κρόιτσερ (ασημένιο νόμισμα) για να σταματήσει» σχολίασε ένας ακροατής,
Η «παραξενιά» του Μπετόβεν δεν περιοριζόταν στις μουσικές του εκκεντρικότητες. Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν.
Ποτέ δεν έμεινε πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σαράντα φορές και κάποτε συντηρούσε ταυτόχρονα τέσσερα σπίτια. Ήταν και ακατάστατος: ένας επισκέπτης στο διαμέρισμά του το 1809 τον βρήκε να ζει στο «πιο βρόμικο, πιο ακατάστατο μέρος που μπορεί να φανταστεί κανείς». Πάνω στις καρέκλες βρίσκονταν πιάτα με αποφάγια και πεταμένα ρούχα. Το πιάνο και το γραφείο δίπλα του ήταν γεμάτα με μισοτελειωμένες παρτιτούρες. Και κάτω από το πιάνο βρισκόταν ένα γεμάτο δοχείο νυκτός.
Ούτε εμφανισιακά ήταν ελκυστικός – τα ρούχα του ήταν τόσο σχισμένα και βρόμικα που οι φίλοι του, αηδιασμένοι, πότε-πότε του αγόραζαν καινούργια. Μελαχρινός στα νιάτα του, τώρα είχε γίνει κάτωχρος απ’την αρρώστια. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυριά και τα γκρίζα μαλλιά του όρθια.
Δεν είναι καθόλου απορίας άξιο που τα μέλη του ωραίου φύλου δεν ανταπέδιδαν το ένθερμο ενδιαφέρον του. Ο Μπετόβεν είχε την κακή συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες – συνήθως ανώτερης τάξης και συχνά παντρεμένες. Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, αφού τον γνωρίζουμε χάρη σ’ ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε, απευθυνόμενο στην «Αθάνατη αγαπημένη». Η ταυτότητά της αμφισβητείται, αλλά σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. Ντελικάτη και κομψή, η Αντονί λάτρευε τον Μπετόβεν («περπατά σαν θεός εν μέσω θνητών», έγραφε) αλλά παρέμενε πιστή στον άνδρα της. Η όποια οδύνη του Μπετόβεν μετριαζόταν ίσως από τη σκέψη ότι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο ρομαντικό από μια σύζυγο που θα τον υποχρέωνε να βάζει τα άπλυτα σε καλάθι.
Ο Μπετόβεν είχε εμμονή με την ιδέα της οικογένειας, αν κι είχε απομακρυνθεί από τους δυο αδελφούς του, όταν αντιτάχθηκε στους γάμους τους (αποκάλεσε μάλιστα στο δικαστήριο τις αρραβωνιαστικιές τους ανήθικες). Όταν ο αδελφός του ο Κάσπαρ έπαθε φυματίωση, ο Μπετόβεν αποφάσισε να πάρει την κηδεμονία του Καρλ, γιου του Κάσπαρ. Έπεισε τον τελευταίο να τον ορίσει μοναδικό κηδεμόνα, αν κι ο Κάσπαρ αργότερα πρόσθεσε ένα παράρτημα όπου παρέσχε ίσο δικαίωμα στη γυναίκα του, τη Γιοχάνα.
Όταν ο Κάσπαρ πέθανε, τον Νοέμβριο του 1815, ο Μπετόβεν κατηγόρησε τη Γιοχάνα ότι δηλητηρίασε τον άνδρα της κι έπειτα άρπαξε τον εννιάχρονο Καρλ από την κηδεμονία της. Τα ξεσπάσματά του ενάντια στη Γιοχάνα ήταν όλο και πιο υπερβολικά: μπορεί να μην ήταν ιδανική μητέρα, αλλά δεν μπορεί και να ήταν «μανιασμένη Μήδεια» με «χολεριασμένη ανάσα» που ο μόνος σκοπός της ήταν να «εμπλέξει το παιδί της στα μυστικά του δικού της, άθλιου και σατανικού περιβάλλοντος». Ο φτωχός Καρλ έγινε πιόνι σε μια σειρά νομικών επιθέσεων κι αντεπιθέσεων. Μετά από πέντε χρόνια, και καθώς η Γιοχάνα δεν διέθετε ούτε δύναμη ούτε χρήματα, ο Μπετόβεν κατάφερε να κερδίσει την υπόθεση. Παραδόξως, αυτός ο αλλόκοτος τύπος ήταν ο ίδιος που τέσσερα χρόνια αργότερα θα έγραφε έναν ύμνο στην παγκόσμια αδελφοσύνη. Η Ενάτη Συμφωνία (1824) καταλήγει σε χορωδιακή απόδοση του ποιήματος του Φρίντριχ Σίλερ «Ύμνος στη χαρά», ελάχιστα ταιριαστού στη δική του ζωή•.
Ο Καρλ έφτασε στην ενηλικίωση με συναισθηματικά τραύματα. Ο Μπετόβεν δεν τον άφηνε στιγμή και, όταν ο Καρλ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν στρατιωτικός, ο κηδεμόνας του ξέσπασε σε τέτοιες άγριες κρίσεις που ο σπιτονοικοκύρης τους αναγκάστηκε να τους διώξει. Το 1826, ο Καρλ δεν άντεξε κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Κι όμως γλίτωσε – η μια σφαίρα αστόχησε και η άλλη μπήκε στο κρανίο χωρίς να πειράξει τον εγκέφαλο.
Ο Καρλ βγήκε από το νοσοκομείο αποφασισμένος να τραβήξει τον δρόμο του και μπήκε αμέσως στο στρατό. Οι φίλοι του Μπετόβεν τον έβλεπαν να καταρρέει. Υπήρξε μια ανακωχή, όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Γιόχαν, τους κάλεσε να μείνουν στο εξοχικό του μέχρι να αρχίσει η υπηρεσία του Καρλ. Όταν μπήκε το φθινόπωρο, ο Γιόχαν ζήτησε από τον αδελφό και τον ανιψιό του να φύγουν από το σπίτι. Οι δυο άνδρες ταξίδεψαν σε ανοιχτή άμαξα και κοιμήθηκαν σ’ ένα πανδοχείο χωρίς θέρμανση παρόλο το δριμύ κρύο.
Όταν πια ο Μπετόβεν έφτασε στη Βιέννη, ψηνόταν απ’ τον πυρετό και είχε πνευμονία. Ποτέ δεν ανάρρωσε, απλώς συνέχισε να μαραίνεται για σχεδόν τρεις μήνες. Το τι συνέβη κατόπιν είναι ασαφές. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο συνθέτης βρισκόταν σε κώμα για 48 ώρες όταν, στις 26 Μαρτίου 1827, εν μέσω άγριας καταιγίδας, ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, ενώ μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο. Ύψωσε το δεξί χέρι, έκανε γροθιά κι έπεσε νεκρός.
Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρό του. Ο Μπετόβεν έγινε είδωλο για την επόμενη γενιά ρομαντικών συνθετών, που επικροτούσαν, όχι μόνο την έντονη κι εκφραστική μουσική του, αλλά και την άρνησή του να συμμορφωθεί με τις τάσεις της εποχής. Σήμερα τα θέματα και τα μοτίβα του αναγνωρίζονται αμέσως.
Στην πρεμιέρα της Ενάτης, ο Μπετόβεν ήταν πια εντελώς κουφός από χρόνια. Αδυνατούσε να διευθύνει το ύστατο αριστούργημά του, αλλά ο μαέστρος τον παρότρυνε να σταθεί στο βήμα και να δώσει το τέμπο για τα τέσσερα μέρη του έργου.
Η μουσική κατέκλυσε την αίθουσα για πάνω από μία ώρα κι έφτασε στη θριαμβική της κατάληξη. Το κοινό αφηνίασε από ενθουσιασμό. Οι ακροατές σηκώθηκαν και χειροκροτούσαν, φώναζαν, έκλαιγαν, κουνούσαν μαντίλια. Όμως ο συνθέτης δεν άκουγε τίποτε. Με τη ράχη γυρισμένη στο πλήθος, έστεκε και κοιτούσε την παρτιτούρα. Μια νεαρή σολίστα, η Κάρολιν Ούγκερ, πήρε απαλά το χέρι του Μπετόβεν και τον έστρεψε προς το ενθουσιώδες κοινό: Ήταν μια από τις πιο σπαρακτικές στιγμές στην Ιστορία της κλασικής μουσικής: ο άρρωστος και γερασμένος ιδιοφυής συνθέτης παρών στον εορτασμό της μουσικής του, που ο ίδιος δεν άκουγε.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΟΥΣΟΥΡΓΩΝ
ELIZABETH LUNDAY
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ
Εικόνα: https://www.barbican.org.uk/whats-on/2019/series/beethoven-250