fbpx

Και η ζωή συνέχισε να κυλά δύσκολα για το παντρεμένο ζευγάρι (GUY DE MAUPASSANT) | Μέρος Β’

Και η ζωή συνέχισε να κυλά δύσκολα για το παντρεμένο ζευγάρι (GUY DE MAUPASSANT) | Μέρος Β’

Ο Ζωρζ έκανε τις συστάσεις.

«Από δω η γυναίκα μου, κι από δω η κυρία Ζυλί Ροσσέ».

Η νεαρή χήρα άφησε μια μικρή κραυγή έκπληξης ανάμικτης με χαρά, και έσπευσε να την αγκαλιάσει. Δεν είχε διόλου ελπίσει, είπε, σε μια τέτοια τιμή, καθώς γνώριζε ότι η κυρία Μπαρόν δεν έβλεπε κανέναν, αλλά ήταν τόσο μα τόσο ευτυχισμένη! Και, μάλιστα, τον Ζωρζ τον αγαπούσε τόσο πολύ (Πρόφερε το «Ζωρζ» σκέτο, με μια αδελφική οικειότητα) που είχε μια τρελή επιθυμία να γνωρίσει τη γυναίκα του και να την αγαπήσει κι αυτή.

Ένα μήνα μετά, οι δύο νέες φίλες δεν αποχωρίζονταν πλέον η μία την άλλη. Βλέπονταν κάθε μέρα, συχνά και δύο φορές την ημέρα, και τα βράδια δειπνούσαν όλοι μαζί, πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου. Τώρα πια ο Ζωρζ δεν έβγαινε καθόλου, δεν προφασιζόταν δουλειές, καθώς λάτρευε – όπως έλεγε — το παραγώνι του σπιτικού του,

Κι όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερο διαμέρισμα στο κτίριο όπου έμενε η κυρία Ροσσέ, η κυρία Μπαρόν έσπευσε να το πάρει έτσι ώστε οι δύο γυναίκες να έρθουν πιο κοντά η μια την άλλη και να δεθούν ακόμη περισσότερο.

Και, για δύο ολόκληρα χρόνια, κανένα δεν έσκιασε τη φιλία τους, μια φιλία καρδιάς και ψυχής, τρυφερή, γεμάτη αφοσίωση, απολαυστική. Η Μπερτ δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει δίχως να προφέρει τ’ όνομα της Ζυλί, που για κείνην ήταν η προσωποποίηση της τελειότητας. Ήταν ευτυχισμένη, και η ευτυχία που ζούσε ήταν τέλεια, ήρεμη και γλυκιά.

Όμως η κυρία Ροσσέ αρρώστησε. Η Μπερτ δεν έφευγε στιγμή απ’ το πλευρό της. Περνούσε τις νύχτες της απαρηγόρητη. Κι ο ίδιος ο άντρας της ήταν απελπισμένος.

Κάποιο πρωινό, ο γιατρός, τελειώνοντας την επίσκεψή του, πήρε τον Ζωρζ και τη γυναίκα του κατά μέρος για να τους ανακοινώσει πως η κατάσταση της φίλης τους ήταν εξαιρετικά σοβαρή,

Μόλις έφυγε, οι δύο νέοι, συγκλονισμένοι, κάθισαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον και κατόπιν, αναλύθηκαν άξαφνα σε κλάματα. Το βράδυ ξαγρύπνησαν και οι δύο μαζί στο πλευρό της φίλης τους, και κάθε τόσο η Μπερτ φιλούσε τρυφερά την άρρωστη ενώ ο Ζωρζ, όρθιος μπροστά στα πόδια του κρεβατιού, την κοιτούσε σιωπηλός με πείσμα και επιμονή.

Την επομένη, η κατάστασή της είχε χειροτερέψει. Εντέλει, κατά το βραδάκι, η κυρία Ροσσέ ανακοίνωσε στους φίλους της πως αισθανόταν καλύτερα και τους υποχρέωσε να κατεβούν στο σπίτι τους για να δειπνήσουν.

Κάθονταν στην τραπεζαρία θλιμμένοι, δίχως να έχουν βάλει μπουκιά στο στόμα τους, όταν η υπηρέτρια έδωσε στον Ζωρζ ένα φάκελο. Εκείνος τον άνοιξε, διάβασε το περιεχόμενό του, έγινε πελιδνός και, καθώς σηκωνόταν, είπε στη γυναίκα του σ’ ένα παράξενο τόνο: «Περίμενέ με, πρέπει ν’ απουσιάσω για μια στιγμή επιστρέφω σε δέκα λεπτά. Προπαντός, όμως, μην πας πουθενά».

Και έσπευσε στην κάμαρά του να πάρει το καπέλο του.

Ωστόσο μια νέα αγωνία βασάνιζε την Μπερτ ενόσω περίμενε τον άντρα της. Καθώς όμως ήταν καθ’ ὁ λα υπάκουη, δεν θέλησε ν’ ανεβεί στο διαμέρισμα της φίλης της προτού επιστρέψει ο Ζωρζ.

Βλέποντας πως εκείνος ήταν άφαντος, γεννήθηκε στο μυαλό της η σκέψη να πάει ως την κάμαρα να δει αν είχε πάρει τα γάντια του, σημάδι πως έλειπε κάπου μακριά.

Διέκρινε τα γάντια με την πρώτη ματιά· ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτί κειτόταν πεταμένο κοντά τους.

Το αναγνώρισε μεμιάς· ήταν το ίδιο που λίγο νωρίτερα είχαν παραδώσει στον Ζωρζ.

Και μια σφοδρή επιθυμία, για πρώτη φορά στη ζωή της, να διαβάσει, να μάθει, γεννήθηκε μέσα της. Η συνείδησή της, που είχε επαναστατήσει, αντιστεκόταν, όμως η περιέργεια που την έτρωγε και την κέντριζε με οδυνηρό τρόπο οδηγούσε το χέρι της. Άδραξε το χαρτί, το άνοιξε, κι ευθύς αναγνώρισε το γράμματα, που δεν ήταν άλλα της Ζυλί, γράμματα τρεμουλιαστά, με μολύβι. Διάβασε: «Φτωχέ μου φίλε, έλα μόνος να με φιλήσεις, πεθαίνω». Δεν κατάλαβε στην αρχή κι απόμεινε εκεί εμβρόντητη, κεραυνοβολημένη κυρίως από την ιδέα του θανάτου. Κατόπιν, ξαφνικά, αναλογίστηκε τον ενικό, και ήταν, θαρρείς, σαν μια μεγάλη αστραπή που φώτισε ολόκληρη την ύπαρξή της, αποκαλύπτοντάς της όλη την άτιμη αλήθεια, όλη την προδοσία τους, όλη τη δολιότητά τους. Τότε κατανόησε αυτό το μακρόχρονο κόλπο τους, τα βλέμματά τους, την καλή της πίστη που εκείνοι είχαν κοροϊδέψει, την εμπιστοσύνη της που την είχαν προδώσει. Ξαναζωντάνεψαν μπροστά της, ο ένας αντίκρυ στον άλλον, το βράδυ κάτω από το φως της λάμπας της, να διαβάζουν το ίδιο βιβλίο και να ανταλλάσσουν ματιές στο τέλος κάθε σελίδας. Και η καρδιά της, αηδιασμένη και αγακτισμένη, πληγωμένη από τον πόνο, βυθίστηκε σε μια απελπισία δίχως τέλος,

Ακούστηκαν βήματα· έφυγε και κλείστηκε στην κάμαρά της. Λίγο αργότερα, ο άντρας της φώναξε: «Βιάσου, η κυρία Ροσσέ πεθαίνει».

Η Μπερτ φάνηκε στην πόρτα της και με χείλη που έτρεμαν πρόφερε, «Γύρνα κοντά της μόνος σου. Εμένα δε με έχει ανάγκη».

Την κοίταξε με μάτια τρελού, και καταστενοχωρή μένος επανέλαβε: «Κάνε γρήγορα σου λέω, πεθαίνει».

Η Μπερτ αποκρίθηκε:

«Θα προτιμούσατε να ήμουν εγώ στη θέση της».

Και τότε εκείνος, ίσως επειδή κατάλαβε, ανέβηκε στο σπίτι της ετοιμοθάνατης. Τη θρήνησε δίχως προ σχήματα, δίχως ντροπή, αδιαφορώντας μπροστά στον πόνο της γυναίκας του που ούτε του μιλούσε ούτε τον κοιτούσε παρά ζούσε ολομόναχη, εγκλωβισμένη στην αποστροφή, σ’ έναν θυμό ανάμικτο με αηδία, και προσευχόταν στο Θεό μέρα νύχτα.

Παρόλα αυτά, έμεναν μαζί, έτρωγαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον, βουβοί και γεμάτοι απελπισία. Ύστερα, λίγο λίγο εκείνος ηρέμησε, εκείνη όμως δεν του συγχωρούσε το παραμικρό.

Και η ζωή συνέχισε να κυλά δύσκολα και για τους δύο τους.

Για ένα χρόνο ήταν τόσο ξένοι μεταξύ τους σαν να μην είχαν ποτέ γνωριστεί. Η Μπερτ κόντεψε να τρελαθεί.

Έπειτα, κάποιο πρωινό – κι έχοντας φύγει από τα χαράματα – εκείνη γύρισε στο σπίτι κρατώντας στην αγκαλιά της ένα πελώριο μπουκέτο τριαντάφυλλα, τριαντάφυλλα λευκά, ολόλευκα.

Κατόπιν, παράγγειλε να πουν στον άντρα της πως ήθελε να του μιλήσει.

Εκείνος κατέφθασε ανήσυχος, ταραγμένος.

«Θα πάμε κάπου μαζί» είπε, «Πάρτε αυτά τα λουλούδια, εγώ δεν μπορώ να τα σηκώσω».

Ο Ζωρζ πήρε το μπουκέτο και ακολούθησε τη γυναίκα του. Τους περίμενε μια άμαξα που ξεκίνησε ευθύς μόλις ανέβηκαν. Σταμάτησαν μπροστά στην καγκελόπορτα του  νεκροταφείου. Και τότε, η Μπερτ, βουρκωμένη, είπε στον άντρα της: «Οδηγήστε με στον τάφο της».

Εκείνος έτρεμε δίχως να καταλαβαίνει και άρχισε να προπορεύεται, πάντα με τα λουλούδια στην αγκαλιά. Στο τέλος, στάθηκε μπροστά σε μια λευκή μαρμάρινη ταφόπλακα και έγνεψε δίχως να πει τίποτα.

Τότε η Μπερτ πήρε από τα χέρια του τη μεγάλη ανθοδέσμη και, γονατίζοντας, την απόθεσε στη βάση του μνήματος. Έπειτα, παραδόθηκε σε μια άγνωστη και γεμάτη ικεσία προσευχή!

Πίσω της, στεκόταν όρθιος ο άντρας της που, γεμάτος αναμνήσεις, έκλαιγε. Εκείνη σηκώθηκε και, απλώνοντας τα χέρια της προς το μέρος του, είπε: «Αν θέλετε, μπορούμε να είμαστε φίλοι».

16 Οκτωβρίου 1882

 

 

Μέρος Α’:  https://www.lecturesbureau.gr/1/and-life-continued-to-roll-hard-part-a-2888a/

 

 

Περί απιστίας

GUY DE MAUPASSANT

Εκδόσεις ΡΟΕΣ

 

Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/651122058609023437/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram