
16 Ιαν Το λυχνάρι της ζητιάνας
Όπως λέει η ιστορία, μια μέρα μία ηλικιωμένη ζητιάνα είδε στρατιώτες να σπρώχνουν πολλά κάρα γεμάτα
βαρέλια με λάδι και φανταχτερά λυχνάρια.
Όταν ρώτησε κάποιον απ' αυτούς τι συμβαίνει, έμαθε ότι ο βασιλιάς Ajatashatru ήθελε να προσφέρει τα
λυχνάρια στον Βούδα επειδή το φως που θα δημιουργούσαν θα συμβόλιζε τη σοφία και τη φώτιση.
Και όπου υπάρχει φως, το σκοτάδι εξαφανίζεται. Όπως όπου βρίσκεται η φώτιση εξαφανίζονται το μίσος και
η αμαρτία.
Όταν το άκουσε αυτό, η ηλικιωμένη ζητιάνα σκέφθηκε: «Χρειάστηκαν χιλιάδες χρόνια για να
εμφανισθεί ο Βούδας σ'αυτόν τον κόσμο. Και εγώ έχω την τεράστια τύχη να ζω αυτή την ίδια εποχή
και να μπορώ έστω από μακριά να τον γνωρίσω. Πρέπει, λοιπόν, να κάνω κι εγώ την μικρή μου
προσφορά στον Βούδα!»
Έβαλε αμέσως το χέρι της στην τσέπη της αλλά βρήκε μόνο δύο νομίσματα. Έτρεξε σε ένα κατάστημα για να
αγοράσει ένα λυχνάρι και λίγο λάδι. Δυστυχώς όμως, με τα δύο νομίσματα μπορούσε να αγοράσει μόνο δύο
κουταλιές λάδι. Ωστόσο, όταν η ηλικιωμένη γυναίκα είπε την ιστορία για τον Βούδα στον καταστηματάρχη,
εκείνος χάρηκε και της έδωσε άλλες τρεις κουταλιές λάδι και της δάνεισε και ένα λυχνάρι. Με χαρά, η
ζητιάνα πήγε αμέσως στο μοναστήρι για να κάνει την προσφορά του λυχναριού στον Βούδα πριν να βραδιάσει.
Μόλις έφτασε εκεί, είδε άπειρα εξαίσια λυχνάρια να καίγονται έντονα και να φωτίζουν ολόκληρο
τον χωρο. Και άκουσε απαλή, ρυθμική μουσική να παίζει ενώ οι αυλικοί, οι στρατιώτες και οι πιστοί
προσκυνούσαν.
Καθώς τα πλήθη συνέρρεαν για να προσφέρουν τα λυχνάρια τους στον Βούδα, η ηλικιωμένη γυναίκα
κάθισε σε μια γωνιά και, με πολλή συγκίνηση, γυάλισε το μικρό της
λυχνάρι. Καθώς έριχνε το λάδι σ' αυτό, προσευχήθηκε ήσυχα:
«Προσφέρω ταπεινά αυτό το φως στον Βούδα. Η μόνη μου επιθυμία είναι να αποκτήσω και εγώ σοφία και φώτιση».
Βέβαια σκέφθηκε πως με αυτή τη μικρή ποσότητα λαδιού που έβαλε στο λυχνάρι, η λάμπα πιθανότατα θα καιγόταν
μέχρι τα μεσάνυχτα και δεν θα άντεχε ως την άλλη μέρα που θα ερχόταν ο Βούδας. Παρόλα αυτά, έκανε
την προσφορά της με βαθειά πίστη και ευχήθηκε:
«Αν πραγματικά πετύχω την επιθυμία της καρδιάς μου για Φώτιση, είθε αυτή η λάμπα να καίει για πάντα και
να μην σβήσει ποτέ».
Αφού η ηλικιωμένη ζητιάνα έκανε το τάμα, κρέμασε το λυχνάρι σε ένα δέντρο,
και έφυγε.
Οι στρατιώτες εναλλάσσονταν για να γεμίζουν με λάδι τα λυχνάρια και να αλλάζουν τα φυτίλια ώστε να
μείνουν αναμμένα όλη τη νύχτα. Παρόλα αυτά, πολύ λίγα λυχνάρια μπόρεσαν να παραμείνουν αναμμένα
όλη τη νύχτα. Κάποια τα έσβησε ο άνεμος και άλλα απλά κάηκαν.
Το λυχνάρι της ζητιάνας όμως, παρόλο που ήταν κρεμασμένο έξω σε ένα δέντρο, εξακολουθούσε να καίει
δυνατά μέχρι το πρωί.
Καθώς ο ήλιος ανέτειλε το επόμενο πρωί ο Βούδας έφτασε και ζήτησε από τον Maudgalyayana να σβήσει
τα λυχνάρια.Ο Maudgalyayana άρχισε να τα σβήνει όλα ένα ένα αλλά όταν έφτασε στο λυχνάρι της ζητιάνας τα
έχασε.Ό,τι κι αν έκανε ήταν αδύνατο να το σβήσει. Φυσούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε , προσπαθούσε να πιέσει
την κάφτρα με τα δάχτυλά του, αλλά το λυχνάρι δεν έσβηνε με τίποτα. Στο τέλος προσπάθησε να το σβήσει με
το ράσο του, το λυχνάρι όμως συνέχισε να καίει.
Όταν το είδε αυτό ο Βούδας πλησίασε τον Maudgalyayana και του είπε ψιθυριστά:
«Αγαπητέ μου μαθητή, ακόμα κι όλη σου την δύναμη αν βάλεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να σβήσεις αυτό το
λυχνάρι, γιατί προσφέρθηκε από μία καρδιά ακλόνητης πίστης στην φώτιση και στο καλό!"
philosophyreturns.gr
EIKONA : ADAM FRANK
pinterest.com/pin/337558934585336142/