fbpx

Ο τυχερός τσιγγάνος (ποια ήταν όμως η πραγματική του τύχη;)

Ο τυχερός τσιγγάνος (ποια ήταν όμως η πραγματική του τύχη;)

Πολλές φορές αυτό που φαίνεται ως τύχη είναι ατυχία, και αυτό που φαίνεται ως ατυχία είναι μεγάλη τύχη. Πάντα όμως, η τύχη ευνοεί τους ικανούς και τους θαρραλέους. Και όπως έχει δείξει η ζωή, η πραγματική τύχη ευνοεί μόνο τους καλούς – η τεράστια τύχη τους είναι πως γεννήθηκαν καλοί.

Ένα τσιγγάνικο παραμύθι

Κάποτε ήταν ένας τσιγγάνος κι ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς είχε μια κόρη. Ήταν πολύ όμορφη.

Μια μέρα η πριγκιποπούλα καθόταν στο μπαλκόνι και κοίταζε τους περαστικούς. Βλέπει να περνάνε τσιγγάνοι με καραβάνια έξω από το παλάτι του βασιλιά.

Ένας όμορφος τσιγγάνος τράβηξε την προσοχή της πριγκιποπούλας, της άρεσε πολύ. Παρακαλεί τότε τον πατέρα της και του ζητάει να της τον δώσει για άντρα της.

Ο βασιλιάς με κανέναν τρόπο δεν δεχόταν. «Πώς θα καταδεχτούμε εμείς, βασιλική οικογένεια, να πάρεις για άντρα σου έναν τσιγγάνο;» λέει ο βασιλιάς.

«Ή θα τον πάρω πατέρα, ή θα σκοτωθώ», επέμεινε η πριγκιποπούλα.

Αφού είδε και απόειδε ο βασιλιάς, πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, δέχτηκε τον τσιγγάνο στο παλάτι του και του λέει:

«Αν θέλεις την κόρη μου γυναίκα σου να πάρεις, θα πρέπει να δεχτείς τον όρο που σου βάζω: Να πας στον πόλεμο. Αν γυρίσεις νικητής, τότε θα σου δώσω την κόρη μου.»

Χωρίς να δειλιάσει ούτε στιγμή ο τσιγγάνος, ξεκινάει για τον πόλεμο με το στρατό που του ’δώσε ο βασιλιάς.

Προχωράει μπροστά ο τσιγγάνος καβάλα στ’ άλογό του και ο στρατός τον ακολουθεί. Δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν, φτάνουν σε ένα ποτάμι με καλαμιές. Κατεβαίνει τότε από το άλογο και αρχίζει να κόβει τις καλαμιές. Μόλις τον βλέπει ο στρατός του αρχίζει κι αυτός να κάνει το ίδιο.

Παίρνει τα καλάμια ο τσιγγάνος κι αρχίζει να τα βάζει στο ποτάμι, με την πρόθεση στον γυρισμό να πλέξει καλάθια. Το ίδιο κάνει κι ο στρατός. Μ’ όλα αυτά τα καλάμια φτιάξανε μια γέφυρα και περάσανε το ποτάμι. Στην αντίπερα όχθη κάθησαν να ξεκουραστούν.

Βρέθηκε ένας τσομπάνος με πρόβατα. Ο τσομπάνος τους είδε. Ο τσομπάνος είδε τόσο πολύ στρατό και τους ρώτησε:

-Για πού πάτε;

-Πάμε να πολεμήσουμε τον εχθρό μας.

Λέει τότε ο τσομπάνος στον τσιγγάνο:

-Εύχομαι να γυρίσεις νικητής για να παντρευτείς την πριγκιποπούλα.

Και ο τσομπάνος, τους εθυσίασε δύο σφαχτά.

Ο τσιγγάνος άρχισε να μαζεύει ξύλα, για να ανάψει μεγάλη φωτιά, για να ψήσει τα σφαχτά.

Το ίδιο κάνει και ο στρατός.

Εκείνη την ώρα που ψήνανε τα αρνιά παρουσιαστήκανε δύο μεγάλα σκυλιά του τσομπάνου.

Νομίζοντας ο τσιγγάνος ότι τα σκυλιά ερχόντανε να φάνε το κρέας, άρπαξε ένα μεγάλο αναμμένο ξύλο για να τα κυνηγήσει. Έκανε και ο στρατός το ίδιο: Πήραν κι αυτοί αναμμένα ξύλα. Τότε παρουσιάζεται ο εχθρός που μόλις είδε τ’ αναμμένα κοντάρια με χιλιάδες στρατό, φοβήθηκε και δεν έριξε ούτε μια τουφεκιά.

Έτσι, ο τσιγγάνος εγύρισε νικητής, αλλά την τέχνη του με τα καλάθια δεν την ξέχασε. Πήρε από το ποτάμι τα κομμένα καλάμια για να πλέξει καλάθια. Και δεν δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά, παρ’ όλο που γύρισε νικητής.

ΠΗΓΗ : mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com

EIKONA : pinterst.com/pin/16114511136792333/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram