05 Νοέ Αυτοκράτορας Ιουλιανός : Πιστεύω ότι τους ανόητους πρέπει να τους διδάσκεις κι όχι να τους τιμωρείς
Ο Ιουλιανός (Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός , 331 ή 332 — 26 Ιουνίου 363), γνωστός ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης, αλλά και Ιουλιανός ο Μέγας, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο και αξιοσημείωτος φιλόσοφος και συγγραφέας.
Πρόκειται για μία πολύ σημαντική μορφή για την οποία αναπόφευκτα υπάρχει ποικιλία απόψεων στους ιστορικούς της Βυζαντινής εποχής αλλά και στη νεότερη ιστοριογραφία.
Ενδεικτικά παραθέτουμε την άποψη του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου για τον Ιουλιανό και ακολουθεί μία εμπεριστατωμένη βιογραφία της σημαντικής αυτής προσωπικότητας. Η θέση μας είναι σταθερή , πως όπου υπάρχει εμμονή , μονομέρεια και φανατισμός υπάρχει οπωσδήποτε και σφάλμα.
*Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δίνει μεγάλη σημασία στα δύσκολα παιδικά χρόνια του Ιουλιανού. Με σπουδή και διάθεση κατανόησης, αποδίδει την εχθρική στάση του Ιουλιανού απέναντι στη νέα θρησκεία όχι μόνο σε ψυχολογικούς και προσωπικούς λόγους αλλά και στην επίδραση που άσκησε σ’ αυτόν το λαμπρό κάλλος των -έστω παρηκμασμένων- Αθηνών, η δεινότητα των εθνικών ρητόρων της εποχής του και μεγάλη επίδραση από τις νεοπλατωνικές ιδέες των ανθρώπων οι οποίοι τον είχαν περιστοιχίσει. Αναφερόμενος ο ιστορικός στον χαρακτήρα και τις ικανότητες του Ιουλιανού, γράφει εγκωμιαστικά λόγια αν και χαρακτηρίζει ως αδικαιολόγητες κάποιες ενέργειές του κατά των Χριστιανών. Βλέπει επίσης ως άδικο να αποδίδεται στον Ιουλιανό μόνο η κατάργηση των προνομίων του χριστιανικού κλήρου, αφού και οι μετέπειτα χριστιανοί αυτοκράτορες τα επανέφεραν εξ ολοκλήρου. Αναφέρει επίσης την καθοριστική στιγμή που ο Ιουλιανός απέβαλε επίσημα την πίστη του και, εξ αιτίας αυτής του της πράξης, Ιστορία και Εκκλησία δεν έπαψαν να τον χαρακτηρίζουν αποστάτη και παραβάτη, παρά το ότι η πολιτική του θα μπορούσε να παρομοιαστεί σχεδόν με την πολιτική ανεξιθρησκίας του Μ. Κωνσταντίνου. Πλέκει το εγκώμιο του ανθρώπου που θα μπορούσε να αναδειχθεί “εφάμιλλος ενός Ξενοφώντος ή Αγησιλάου” και ο οποίος, επειδή γεννήθηκε σε λάθος εποχή, έπραξε έτσι που σαφώς η ιστορία δεν θα τον χαρακτηρίσει μέγα -αφού δεν ωφέλησε το έθνος του ή την ανθρωπότητα- ο οποίος όμως “μοχθηρός άνθρωπος, όπως παρεστάθη υπό των Χριστιανών, βεβαίως δεν ήτο”.
Αυτοκράτορας Ιουλιανός (331- 363 μΧ)
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός γεννήθηκε το 331 (ή 332) στην Κωνσταντινούπολη από τον Ιούλιο Κωνστάντιο (γιο του Κωνσταντίνου Χλωρού, που ήταν ετεροθαλής αδελφός του Μέγα Κωνσταντίνου) και την Βασιλίνα. Η μητέρα του καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και ήταν χριστιανή, έχοντας ως θείο τον αρειανιστή επίσκοπο της Νικομήδειας, Ευσέβιο.
Μετά την γέννα του Ιουλιανού έχασε σταδιακά τις δυνάμεις της και πέθανε μέσα σε λίγους μήνες.
Όταν ο Ιουλιανός ήταν 7 ετών πέθανε κι ο θείος του, ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος. Την εξουσία έλαβε ο γιος του Κωνστάνιος, ο οποίος επηρεαζόταν πλήρως από τους αρειανιστές χριστιανούς ευνούχους της αυλής. Πρώτη του έννοια ήταν να δολοφονήσει όλους όσους μπορούσαν να έχουν νομική αξίωση για τον θρόνο, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πατέρας του Ιουλιανού. Έτσι από πολύ μικρή ηλικία υπήρξε ορφανός κι από τους 2 γονείς του, νιώθοντας συγχρόνως το τι πάει να πει καταδίωξη και συνεχής φόβος για την ζωή του. Ανά πάσα στιγμή ο αυτοκράτορας θα μπορούσε να διατάξει την εκτέλεσή του για την παραμικρή αιτία, εξαιτίας των συνεχών διαβολών από τους αυλικούς της αυλής.
Από τα νιάτα του, λοιπόν, ο Ιουλιανός έμαθε πολύ καλά να μην αφήνει τους άλλους να ξέρουν τι σκέπτεται και δημόσια να συμπεριφέρεται όπως αναμενόταν από αυτόν, ξέροντας να αλλάζει τη συμπεριφορά του και τα λεγόμενά του αναλόγως σε ποιον απευθυνόταν.
Έζησε πολλά χρόνια απομονωμένος και κάτω από συνεχή επίβλεψη καταδοτών σε απομονωμένα φρούρια, όπως αρχικά στην Νικομήδεια της Καππαδοκίας. Φρόντισαν να τον κρατήσουν επιμελώς μακριά από κάθε πολιτική και στρατιωτική εκπαίδευση. Οι 2 πρώτοι του διδάσκαλοι ήταν ο θείος του, ο επίσκοπος Ευσέβιος, που τον κατηχούσε στον χριστιανισμό και ο ευνούχος Σκύθης δούλος Μαρδόνιος (ο οποίος υπήρξε και παιδαγωγός της μάνας του Βασιλίνας), που τον μύησε στην αρχαιοελληνική παιδεία. Ο Ιουλιανός μέχρι το τέλος του μιλούσε με αγάπη για τον Μαρδόνιο, ο οποίος από μικρή ηλικία του έμαθε να κρατιέται μακριά από τα θέατρα και τους ιπποδρόμους , τα οποία εκείνη την εποχή είχαν καταντήσει να είναι μια μορφής «καταγώγιων», μαζεύοντας χαμηλότατου επιπέδου κι απαίδευτα άτομα. Τον προέτρεπε παραδείγματος χάρη αντί’ αυτού να διαβάζει τον Όμηρο.
Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα από τους ρήτορες Εκηβόλιου και Νικοκλή.
Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ήταν φανατικός αρειανιστής και θέλησε να κρατήσει τον Ιουλιανό μακριά από τους εθνικούς (ακόλουθους της αρχαίας ελληνικής θρησκείας), έτσι δεν του επέτρεψε να παρακολουθήσει και τα μαθήματα του εθνικού Λιβάνιου. Αλλά ο Ιουλιανός κατάφερε να παραλάβει αντίγραφα των διδασκαλιών του και να κρατάει κρυφές επαφές μέσω αλληλογραφίας με εθνικούς κύκλους. Με αυτόν τον τρόπο διατήρησε επίσης επικοινωνία με τον θεουργό Αιδέσιο και τον νεοπλατωνικό Μάξιμο από την Έφεσο. Αργότερα μυήθηκε κρυφά στα Μιθραϊκά μυστήρια.
Μεγαλώνοντας κατάφερε να αποσπάσει την προστασία και εύνοια της αυτοκράτειρας Ευσέβειας, η οποία τον θεώρησε ως έναν ακίνδυνο διανοούμενο. Έτσι, πλέον του επιτρέπεται να ταξιδέψει ,βέβαια κάτω από σταθερή επιτήρηση.
Πήγε στο Ίλιο- Τρωάδα όπου προσκύνησε τον τάφο του Αχιλλέα και είδε το ηρώο του Έκτορα.
Μία από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του ήταν όταν του επέτρεψαν να πάει στην Αθήνα, η οποία εκείνη την εποχή ήταν μέγα φιλοσοφικό κέντρο και κατοικείτο ως επί τω πλείστο από αμιγώς εθνικό* πληθυσμό (όπως άλλωστε ίσχυε για ολόκληρη την Ελλάδα, την Ιταλία και την δύση). Στην Αθήνα ήρθε σε επαφή με διάφορες φιλοσοφικές σχολές, οι οποίες εξακολουθούσαν να ακμάζουν. Επίσης έσπευσε να μυηθεί στα ελευσίνια μυστήρια. Ήταν πολυμαθέστατος. Μία από τις σημαντικές πλευρές του Ιουλιανού, η οποία δεν είναι ευρέως γνωστή , είναι ότι υπήρξε σημαντικός συγγραφέας και μύστης. Τα συγγραφικά του έργα που σώζονται έως τις μέρες μας είναι συναρπαστικά. Κάποια από τα συγγράμματά του είναι τα: «Κατά των χριστιανών», «Μισοπώγων», «Περί των 3 σχημάτων», «Τα μηχανήματα», «Εις μητέρα θεών» και «Εις βασιλέα Ήλιο». Μυήθηκε στα μυστήρια του θεουργικού νεοπλατωνισμού. Έγραφε πάντα νύχτα, έχοντας ένα «άταχτο γράψιμο». Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Πυθαγόρα, στον Πλάτωνα και τον Ιάμβλιχο. Απέρριπτε τον Πύρρωνα και τον Επίκουρο. Επίσης, αν και σεβόταν τον Διογένη, απέρριπτε την πλειονότητα των επιγόνων του.
Ο ξάδελφος του, αυτοκράτορας Κωνστάντιος, το 355, τον απομάκρινε από την φιλοσοφική του σταδιοδρομία, διορίζοντας τον Καίσαρα της Δύσης. Τον νύμφευσε με την αδελφή του Ελένη (η οποία λίγο αργότερα πέθανε) και τον έστειλε στη Γαλατία, όπου οι κάτοικοι της περιοχής βίωναν συνεχείς λεηλασίες από Αλαμανικές (γερμανικές) επιδρομές. Πιθανότατα ο Κωνστάντιος να έτρεφε την ελπίδα ότι ο ξάδελφος του θα σκοτωνόταν σε κάποια από αυτές.
Προ εκπλήξεως όμως όλων, ο Ιουλιανός υπήρξε εξαιρετικός «μαθητής» και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν ικανότατο στρατιώτη, καθώς και στρατηγό συνάμα! Κατάφερε όχι μόνο να σταματήσει τις εχθρικές επιδρομές, αλλά και να ξανακερδίσει όλα τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας στην ευρύτατη περιοχή.
Συγχρόνως αναδιοργάνωσε την Γαλατία, και χαμήλωσε την φορολογία. Ζούσε στο Παρίσι (που τότε αποκαλείτο Λουκετία) μέσα στο νησάκι του ποταμού Σηκουάνα, αποφεύγοντας κάθε μορφή άνεσης. Έτρωγε περιορισμένα στα συσσίτια μαζί με τον λόχο του και πάντα πολεμούσε στην εμπροσθοφυλακή μαζί με τους στρατιώτες του, κερδίζοντας με αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό τους. Τόσο οι στρατιώτες του και ο λαός της Γαλατίας τον λάτρευαν.
Όλα αυτά δεν βλέπονταν με καλό μάτι από τον αυτοκράτορα και για αυτό, θέλοντας να τον απομακρύνει από την περιοχή, του ζήτησε να πάρει τα στρατεύματά του και να έρθει να αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Αυτό όμως προκάλεσε την αντίδραση των στρατιωτών που δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τις οικογένειες που είχαν δημιουργήσει στην Γαλατία. Αυτό λοιπόν προκάλεσε την εξέγερσή τους, ανακηρύσσοντας τον Ιουλιανό αυτοκράτορά, παρά την θέλησή του, το 361. Προσπάθησε με γράμματα που έστειλε να εξηγήσει την κατάστασή στον ξάδελφο του, αλλά βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία διάθεση κατανόησης και προσέγγισης από την άλλη πλευρά συνειδητοποίησε ότι η σύγκρουση ήταν η μοναδική του πλέον επιλογή. Άρχισε, λοιπόν, να εκστρατεύει προς την Κωνσταντινούπολη.
Κατά την κάθοδο του αυτήν και πριν φτάσει στην πόλη έγινε το ανέλπιστο! Ο ξάδελφος του Κωνστάντιος πέθανε (3 Νοεμβρίου 361), αφήνοντας τον Ιουλιανό ως αδιαμφισβήτητο διάδοχο του θρόνου. Συνέχισε λοιπόν την πορεία του και φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτός με μεγάλες χαρές, αφού ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που είχε γεννηθεί εκεί. Το πρώτο πράγμα που έκανε ως αυτοκράτορας ήταν να φωνάξει γύρω του φιλοσόφους και διανοούμενους ώστε να τον βοηθήσουν στην διοίκηση, λέγοντάς τους να του λένε πάντα την πραγματική τους γνώμη και να αποφεύγουν τις κολακείες. Γενικότερα έκανε μία πολύ καλή επιλογή σε συνεργάτες. Απομάκρυνε τους χριστιανούς από τις υψηλές πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις και μείωσε το αναρίθμητο επιτελείο της αυλής, κρατώντας μόνο έναν μάγειρα και κουρέα, ελαχιστοποίησε τη διακόσμηση του παλατιού κι η ζωή της αυλής πλέον άρχισε να ομοιάζει στον δικό του αυστηρότατο τρόπο ζωής. Μεταξύ άλλων, το παλάτι έπαψαν να δέχονται θιάσους.
Ο Ιουλιανός μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως φιλόσοφος βασιλέας σύμφωνα με τα πλατωνικά πρότυπα. Είχε σαν πρότυπό του στην διοίκηση τον στωικό αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Ο σοφιστής Λιβάνιος τον θεωρούσε μετενσάρκωση του μεγάλου Αλεξάνδρου. Αναδιοργάνωσε το φορολογικό σύστημα (με παραγραφή χρεών και προωθώντας φοροαπαλλαγές- μείωσε τους φόρους κατά το 1/5) και τις δημόσιες υπηρεσίες. Τιμώρησε τους κλέφτες και τους απατεώνες, στεκούμενος ενάντια στην πλεονεξία των εμπόρων και όταν πείνασε η πόλη της Αντιόχειας, αγόρασε σιτάρι από την προσωπική του περιουσία και τους το μοίρασε.
Ενισχύει την δύναμη και την αυτοβουλία των τοπικών βουλών, έχοντας σαν στόχο σε μια μορφής επιστροφή στην αυτονομία των πόλεων κρατών.
Μία από τις πιο καθοριστικές αλλαγές του ήταν ότι εφάρμοσε θρησκευτική ανεξιθρησκία. Προσπάθησε κατά κάποιο τρόπο να φτιάξει μία θρησκεία η οποία να δέχεται όλους τους θεούς και να έχει ένα ιερατείο που αποτελείτο από τους ιερείς όλων των θρησκειών. Αρχηγός όλου αυτού του θρησκευτικού συστήματος θα ήτο ο αυτοκράτορας.
Ανακάλεσε από την εξορία τους ορθόδοξους χριστιανούς καθοδηγητές, οι οποίοι τίθετο υπό διωγμό από τον Αρειανιστή προκάτοχό του Κωνστάντιο. Με την κίνηση αυτή είχε την ενδόμυχη ελπίδα ότι οι χριστιανοί θα αλληλοσπαραζόντουσαν σε μια εσωτερική θρησκευτική διαμάχη. Είχε την πεποίθηση ότι η αναστήλωση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας ήταν ιερό του καθήκον και θεϊκή αποστολή του. Διέταξε να ξαναδοθούν στους εθνικούς οι αρχαίοι ελληνικοί ναοί, οι οποίοι είχαν μετατραπεί σε χριστιανικές εκκλησίες , καθώς και να τους αποδοθεί η περιουσία τους, που είχε βιαίως αποσπαστεί τα προηγούμενα χρόνια. Συγκέντρωσε τους ιερείς των αρχαίων θεών, που κρύβονταν έως τότε από το μένος των χριστιανών και ξαναέστησε τα αγάλματα.
Κατάργησε τις επιχορηγήσεις προς της εκκλησίες και τους εκπροσώπους τους και συγχρόνως απαγορεύσε τη δυνατότητα κάποιος να τους αφήσει την περιουσία του ως κληροδότημα. Μία από τις πιο σημαντικές απαγορεύσεις του ήταν ότι πλέον δεν επιτρεπόταν στους χριστιανούς ρητοροδιδάσκαλους και γραμματικούς να διδάσκουν φιλοσοφία και να χρησιμοποιούν κείμενα από την ελληνική φιλολογία στις χριστιανικές διδασκαλίες τους, λέγοντας: «Όσοι λοιπόν θέλουν να επαγγέλλονται τον δάσκαλο πρέπει να είναι άνθρωποι δίκαιοι και λογικοί, κι ιδέες που έχουν ενστερνιστεί να μην έρχονται σε σύγκρουση με το δημόσιο λειτούργημά τους… Ας πάνε στις εκκλησίες των χριστιανών να ερμηνεύσουν Ματθαίο και Λουκά…». Βέβαια, δεν απέκλειε τους χριστιανούς από το να φοιτούν σε φιλοσοφικές σχολές αφού όπως έλεγε: «Δεν θα ήταν λογικό, ούτε δίκαιο, να κλείσω το δρόμο σε παιδιά που ακόμα δεν ξέρουν τι κατεύθυνση να ακολουθήσουν… Πιστεύω ότι τους ανόητους πρέπει να τους διδάσκεις κι όχι να τους τιμωρείς »! Θεωρούσε ότι όλα τα κακώς κείμενα της αυτοκρατορίας οφείλονταν στον χριστιανισμό και ότι μόνο με την επιστροφή στην μητροπαράδοτη- πατροπαράδοτη αρχαία ελληνική θρησκεία θα μπορούσε η αυτοκρατορία να βιώσει μία νέα ακμή. Οι χριστιανοί για αυτό τον λόγο τον αποκάλεσαν Αποστάτη και Παραβάτη, προσωνύμια με τα οποία παρέμεινε γνωστός στην ιστορία. Από την άλλη πλευρά οι εθνικοί τον αποκαλούσαν Μέγα. Χαρακτηριστικά ο Λιβάνιος λέει: «Άλλοι σε έλεγαν παιδί τους κι άλλοι σ’ έλεγαν πατέρα, όμως για όλους ήσουν ο προστάτης»! Βέβαια, οι προσπάθειες του ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία στην Ανατολική περιοχή της αυτοκρατορίας, όπου η πλειοψηφία του λαού ήταν απαίδευτη κι είχε ενστερνιστεί τον χριστιανισμό. Ο Σαλούτσιος χαρακτηριστικά λέει ότι «ο Ιουλιανός έχει φτιάξει μια θρησκεία για τους λίγους. Κατ’ αυτόν, μόνο οι φιλόσοφοι μπορούν να φτάσουν στην γνώση του θείου». Ήθελε επομένως να αναβιώσει την αρχαία ελληνική θρησκεία στηρίζοντάς την στην φιλοσοφία.
Τραγικός και μοιραίο λάθος του κατέληξε να είναι η επιλογή του να διώξει τους περσικούς απεσταλμένους που του ζήτησαν ειρήνη. Ο Ιουλιανός ήθελε να πάρει εκδίκηση για τις επιδρομές των περσών των προηγούμενων ετών. Η εκστρατεία του βασίστηκε στο πρότυπο της εκστρατείας του μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι νίκες του διαδέχονται η μία την άλλην, έως ότου έφτασε στην Κτησιφώντα. Δυστυχώς για τον ελληνισμό, στις 26 Ιουνίου του 363, ο Ιουλιανός χτυπήθηκε από μία λόγχη «αγνώστου» στο κάτω μέρος του συκωτιού του. Δεν πέθανε στιγμιαία, του δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες και θέλησε να ξαναπάει στην μάχη, ώστε να τονώσει το ηθικό του στρατού. Αλλά είχε ήδη χάσει πολύ αίμα, επομένως ήταν πολύ αδύναμος για να το καταφέρει. Ο Ιουλιανός συνειδητοποίησε ότι θα πεθάνει, όταν ρώτησε σε ποια περιοχή βρίσκεται και του απάντησαν στην Φρυγία, αφού είχε λάβει στο παρελθόν χρησμό ότι θα έχανε τη ζωή του εκεί.
Οι τελευταίες ώρες του θυμίζουν πολύ αυτές του Σωκράτη, αφού συζητούσε με φίλους του (μεταξύ των οποίων ήταν οι φιλόσοφοι Μάξιμος και Πρίσκος) για την αθανασία της ψυχής και μάλιστα τους επίπληξε όταν έκλαψαν, λέγοντάς τους ότι: «…ήταν ανάξιο να θρηνούν έναν ηγεμόνα την ώρα που πήγαινε να ενωθεί με τον ουρανό και τα αστέρια». Δεν ένιωσε κανέναν φόβο για το γεγονός ότι εγκατέλειπε τη ζωή, λέγοντας: «… γιατί μοιράζομαι με τους φιλοσόφους την κοινή δοξασία για το πόσο πιο ευτυχισμένη από το σώμα είναι η ψυχή… Σκέφτομαι επίσης ότι οι ίδιοι οι θεοί χάρισαν τον θάνατο σε ανθρώπους πάρα πολύ ενάρετους, σαν να ήταν αυτό μια υπέρτατη αμοιβή». Επομένως ως μυημένος σε πολλά αρχαία μυστήρια και ως μύστης, γνώριζε πολύ καλά ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα θάνατος, αλλά μόνο μια μετάλλαξη σε ένα νέο επίπεδο ζωής. Ήταν 32 ετών όταν απεβίωσε.
Ο Λιβάνιος κατηγόρησε ανοιχτά τους χριστιανούς για τον θάνατο του Ιουλιανού, στηρίζοντάς το σε μαρτυρίες που είχε αποσπάσει από στρατιώτες που ήταν παρόντες, καθώς και στο γεγονός ότι κανένας πέρσης δεν πήγε στον βασιλιά Σαπωρ ώστε να ζητήσει αμοιβή για το κατόρθωμα της δολοφονίας του ηγέτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στο έργο που έγραψε ο σοφιστής στην μνήμη του Ιουλιανού σχολιάζει: «Πάει, έπαψε πια να δοξάζεται το καλό! Τώρα έχουν το πάνω χέρι οι φατρίες των καθαρμάτων και των ακόλαστων… άνοιξε ο δρόμος φαρδύς για τους ανόσιους ενάντια στους δίκαιους…». Αυτά τα λόγια εκφράζουν την ευρύτατη απόγνωση όλων των εθνικών για τον χαμό του ηγέτη προστάτη τους.
Είναι γεγονός ότι αμέσως μετά τον θάνατο του Ιουλιανού πυρπολείται η βιβλιοθήκη της Αντιόχεια, καταστρέφονται ναοί, γυμναστήρια και μουσεία και γενικότερα ξεσπά ένα κύμα βίας και τρομοκρατίας εναντίων όλων των εθνικών, με διωγμούς και δολοφονίες τόσο των πιστών των αρχαίων δοξασιών, όσο και των φιλοσόφων.
Ο Αιμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τον Ιουλιανό και ο οποίος είχε μείνει μαζί του έως τις τελευταίες του στιγμές, στο βιβλίο, που έγραψε για την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τον χαρακτήρισε «ικανό αρχηγός τόσο στην ειρήνη , όσο και στον πόλεμο». Στην ανάλυση του χαρακτήρα του ανέφερε ότι είχε φροντίσει να αναπτύξει όλα τα χαρακτηριστικά που εθεωρούντο σημαντικά από τους φιλοσόφους για έναν άξιο άνθρωπο και ηγέτη. Όπως είναι: η μετριοπάθεια, η σοφία, η δικαιοσύνη, το θάρρος, οι στρατιωτικές ικανότητες, η αξιοπρέπεια και η γενναιοδωρία. Μπορούσε να επιβάλει την άποψή του όταν το ήθελε, χωρίς όμως να δείχνει σκληρότητα.
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του δεν ενδιαφέρθηκε για σαρκικά ζητήματα και ως ένας γνήσιος φιλόσοφος ζούσε λιτά, κοιμόταν λίγο και έτρωγε με μέτρο. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, κάποια από τα ελαττώματα του, σύμφωνα πάντα με τον Μαρκελλίνο, ήταν ότι μιλούσε πολύ και επειδή είχε μια εσωτερική ανάγκη να είναι αποδεκτός και δημοφιλής (προφανώς κατάλοιπο της μοναξιάς κι απομόνωσης των παιδικών του χρόνων) , συχνά έδινε σημασία ακόμα και στον πιο «άχρηστο άνθρωπο». Προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτό απλά μας αποδεικνύει ότι ο Ιουλιανός κάθε άλλο παρά αλαζόνας ήταν και ότι σεβόταν την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ώστε να αφιερώνει έναν ελάχιστο χρόνο σε αυτά που είχε να του πει. Εμφανισιακά μπορεί να χαρακτηριστεί σε γενικές γραμμές ως ένας όμορφος άνδρας με καλές σωματικές αναλογίες και μέτριο ύψος. Το βλέμμα του ήταν έντονο και σπινθηροβόλο. Ήταν συχνά ατημέλητος, με σχετικά μακριά και αχτένιστα μαλλιά, πυκνά γένια και χέρια μονίμως μουτζουρωμένα, αφού του άρεσε να γράφει. Η εμφάνισή του θύμιζε τους φιλοσόφους και οι αντίπαλοί του τον μέμφονταν για αυτό, μια και πλέον η νέα μόδα της αυτοκρατορίας (ιδιαίτερα στην Αντιόχεια) ήταν οι άντρες να ξυρίζονται, να φοράνε απαλά υφάσματα και να αλείφονται με αρώματα.
Ο Ιουλιανός είχε παραμείνει αυτοκράτορας μόνο για είκοσι μήνες, από το 361 έως το 363, έχοντας κάνει δραστικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της αυτοκρατορίας και πετυχαίνοντας την ανόρθωση του κράτους, που μέχρι τότε είχε περιέλθει σε άθλια κατάσταση. Αν και η ιστορία του και η δράση του παραχαράχτηκε για πολλούς αιώνες από τους χριστιανούς, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Βολταίρος τον θεωρούσε ως τον δεύτερο πιο σημαντικό άντρα της παγκόσμιας ιστορίας. Πάνω στον αρχικό τάφο του, στην Ταρσό της Κιλικίας, γράφτηκε: «Στάθηκε καλός βασιλιάς και ικανός πολεμιστής». Αργότερα η σωρός του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Ειρήνη Φουρνάρη
ΠΗΓΕΣ :
1. wikipedia.org
2. evprattein.gr
EIKONA : Paris Cluny Museum , Roman emperor Julien statue