31 Ιαν ΧΑΡΩΝ Ή ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Mέρος Β’
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Εκείνο εκεί λοιπόν είναι το χρυσάφι, το λαμπερό που αστράφτει, το κιτρινωπό που κοκκινίζει;
Τώρα το είδα για πρώτη φορά, ενώ πάντα άκουγα γι’ αυτό.
ΕΡΜΗΣ
Εκείνο, Χάροντα, το όνομα για το οποίο κάθε τόσο τραγουδούν και πολεμάνε.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Ωστόσο δεν μπορώ να δω τι το καλό έχει, εκτός από ένα και μόνο, ότι βαραίνει αυτούς που το μεταφέρουνε.
ΕΡΜΗΣ
Δεν ξέρεις πόσοι πόλεμοι έγιναν γι’ αυτό, και συνωμοσίες και ληστείες και επιορκίες και φθόνοι και φυλακίσεις και εμπορικά ταξίδια και υποδουλώσεις;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Γι’ αυτό εδώ, Ερμή, που δεν διαφέρει και πολύ από τον χαλκό;
Γνωρίζω τον χαλκό, όπως ξέρεις εισπράττω οβολό από τον καθένα που κατεβαίνει κάτω με το καράβι.
ΕΡΜΗΣ
Ναι, αλλά ο χαλκός είναι πολύς, ώστε δεν του δίνουν και μεγάλη σημασία, ενώ αυτόν οι μεταλλωρύχοι τον εξορύττουν σε μικρή ποσότητα και από μεγάλο βάθος. Πάντως από τη γη βγαίνει κι αυτός, όπως ο μόλυβδος και τα άλλα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Μου λες λοιπόν ότι είναι φοβερή ανοησία των ανθρώπων, που ερωτεύονται με τέτοιον έρωτα ένα χλωμό και βαρύ απόκτημα.
ΕΡΜΗΣ
Αλλά τουλάχιστον ο Σόλωνας εκείνος, Χάροντα, δεν φαίνεται να είναι ερωτευμένος μ’ αυτό, γιατί, όπως βλέπεις, γελάει με τον Κροίσο και την καυχησιολογία του βαρβάρου, και μου φαίνεται ότι θέλει να τον ρωτήσει κάτι.
Ας ακούσουμε λοιπόν προσεκτικά.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Πες μου, Κροίσε, νομίζεις ότι ο Πύθιος χρειάζεται σε κάτι όλα αυτά τα πλιθιά;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ναι, μα τον Δία· γιατί δεν έχει στους Δελφούς κανένα τέτοιο αφιέρωμα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δηλαδή νομίζεις ότι θα κάνεις τον θεό ευτυχισμένο, αν αποκτήσει, μαζί με όλα τα άλλα, και χρυσά πλιθιά;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και γιατί όχι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Μου λες δηλαδή, Κροίσε, ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια στον ουρανό, αν χρειάζεται να παραγγείλουνε να τους στείλουν το χρυσάφι από τη Λυδία, όταν το επιθυμήσουνε.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και που αλλού μπορεί να υπάρξει τόσο πολύ χρυσάφι όσο σ’ εμάς;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Πες μου, στο υπέδαφος της Λυδίας υπάρχει σίδηρος;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Όχι ιδιαίτερα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Άρα σας λείπει το καλύτερο.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Και πώς είναι καλύτερος ο σίδηρος από το χρυσάφι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Αν μου απαντάς, χωρίς να αγανακτείς, θα καταλάβεις.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ρώτα, Σόλωνα.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Ποιοι είναι καλύτεροι, αυτοί που σώζουν κάποιους ή αυτοί που σώζονται από κάποιους;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Αυτοί που σώζουν ασφαλώς.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Άρα λοιπόν, αν ο Κύρος, όπως διαδίδουν κάποιοι, επιτεθεί στους Λυδούς, θα κατασκευάσεις εσύ χρυσά ξίφη για τον στρατό σου ή θα σου είναι τότε απαραίτητος ο σίδηρος;
ΚΡΟΙΣΟΣ
Ο σίδηρος βέβαια· είναι ολοφάνερο.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Κι αν δεν τον προμηθευτείς αυτόν, θα σου φύγει το χρυσάφι αιχμάλωτο στους Πέρσες.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Μη λες τέτοια πράγματα, άνθρωπέ μου.
ΣΟΛΩΝΑΣ
Μακάρι να μη γίνουν έτσι τα πράγματα. Είναι όμως φανερό ότι συμφωνείς πως ο σίδηρος είναι καλύτερος από το χρυσάφι.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Δηλαδή με συμβουλεύεις να αφιερώσω και στο θεό σιδερένια πλιθιά, και να παραγγείλω να φέρουν πάλι πίσω το χρυσάφι;
ΣΟΛΩΝΑΣ
Δεν πρόκειται αυτός να χρειαστεί ούτε τον σίδηρο. Αλλά είτε χαλκό είτε χρυσάφι αφιερώσεις, για άλλους θα αποτελέσει το αφιέρωμά σου περιουσία και θεϊκή ευεργεσία, για τους Φωκείς ή τους Βοιωτούς ή τους ίδιους τους κατοίκους των Δελφών ή για κάποιον τύραννο ή ληστή, ενώ τον θεό λίγο τον νοιάζουν τα δικά σου χρυσοκατασκευάσματα.
ΚΡΟΙΣΟΣ
Εσύ πάντοτε μου πολεμάς τον πλούτο μου και τον ζηλεύεις.
ΕΡΜΗΣ
Δεν ανέχεται ο Λυδός, Χάροντα, την ευθύτητα και την αλήθεια των λόγων, αλλά του φαίνεται παράξενο το γεγονός, ένας φτωχός άνθρωπος να μη συστέλλεται, αλλά να λέει ελεύθερα αυτό που σκέφτεται. Ωστόσο θα θυμηθεί λίγο αργότερα τον Σόλωνα, όταν θα πρέπει να συλληφθεί και να τοποθετηθεί από τον Κύρο πάνω στην πυρά.
Άκουσα, ξέρεις, την Κλωθώ να διαβάζει προηγουμένως όσα είναι κλωσμένα με το νήμα του καθενός, μεταξύ των οποίων ήταν γραμμένα και αυτά, ότι ο Κροίσος θα συλληφθεί από τον Κύρο, ενώ ο ίδιος ο Κύρος θα σκοτωθεί από εκείνην εκεί τη Μασσαγέτιδα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τι πολύ γέλιο! Αλλά τώρα ποιος τολμά να στρέψει το βλέμμα πάνω τους, έτσι που περιφρονούν τους άλλους; Και ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι έπειτα από λίγο ο ένας θα πιαστεί αιχμάλωτος και ο άλλος θα έχει το κεφάλι του ριγμένο μέσα σε ασκί με αίμα;
Κι εκείνος ποιος είναι, Ερμή, που έχει πιασμένη πάνω του με πόρπη την πορφυρή χλαμύδα, αυτός με το διάδημα, στον οποίο ο μάγειρας δίνει ένα δαχτυλίδι, αφού άνοιξε την κοιλιά του ψαριού, σε ζωσμένο από νερό νησί; Για βασιλιάς περνιέται.
ΕΡΜΗΣ
Ωραία τα παρωδείς, Χάροντα. Αυτός που βλέπεις είναι ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, που θεωρεί τον εαυτό του τρισευτυχισμένο.
Ωστόσο και αυτός θα προδοθεί από τον υπηρέτη του τον Μαιάνδριο, που στέκεται τώρα δίπλα του, στον Οροίτη τον σατράπη, και θα διαπεραστεί με αιχμηρό πάσσαλο ο δύστυχος, ξεπέφτοντας από την ευτυχία του μέσα σε μια στιγμή.
Κι αυτά τα άκουσα να τα διαβάζει η Κλωθώ.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Τη χαίρομαι τη λεβέντισσα την Κλωθώ.
Καίγε τους, υπέροχη, και κόβε τους τα κεφάλια και κάρφωνέ τους σε πασσάλους, για να καταλάβουν ότι είναι άνθρωποι. Και ας υψώνονται τόσο πολύ, όσο χρειάζεται για να γκρεμοτσακιστούν ακόμη πιο οδυνηρά, πέφτοντας από ψηλότερα. Κι εγώ θα γελάω τότε, αναγνωρίζοντας τον καθένα απ’ αυτούς γυμνό μέσα στο καραβάκι μου, χωρίς να κουβαλάνε ούτε το πορφυρό ένδυμα ούτε τιάρα ή χρυσό κρεβάτι.
ΕΡΜΗΣ
Οι υποθέσεις αυτών εδώ ασφαλώς έτσι θα εξελιχθούν. Βλέπεις όμως, Χάροντα, και τον όχλο, αυτούς που ταξιδεύουν με πλοία, που πολεμούν, που προσφεύγουν στα δικαστήρια, που καλλιεργούν τη γη, που δανείζουν, που ζητιανεύουν;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Βλέπω πολυποίκιλες δραστηριότητες και τη ζωή γεμάτη αναταραχή και τις πόλεις να μοιάζουν με σμήνη, στα οποία ο καθένας έχει ένα δικό του κεντρί και τσιμπά το διπλανό του, και κάποιοι λίγοι σαν σφήκες λεηλατούν και ρημάζουν τους κατώτερούς τους.
Κι αυτό το πλήθος που πετάει αθέατο τριγύρω τους, ποιοι είναι;
ΕΡΜΗΣ
Ελπίδες, Χάροντα, και φόβοι και άγνοιες και ηδονές και φιλαργυρίες και θυμοί και μίση και τα παρόμοια. Από αυτά η άγνοια χώνεται ανάμεσά τους κάτω στη γη και τους συντροφεύει σαν συμπολίτης τους, καθώς και το μίσος, μα τον Δία, και ο θυμός και η ζηλοφθονία και η αμάθεια και η αμηχανία και η φιλαργυρία, ενώ ο φόβος και οι ελπίδες πετούν από πάνω τους, και ο πρώτος τους ταράζει πέφτοντας μερικές φορές πάνω τους και τους κάνει να ζαρώνουν, ενώ οι ελπίδες αιωρούνται πάνω από το κεφάλι τους και , τη στιγμή ακριβώς που νομίζει κάποιος ότι θα τις πιάσει, φεύγουν πετώντας και τους αφήνουν με ανοιχτό το στόμα, όπως ακριβώς βλέπεις να παθαίνει ο Τάνταλος από το νερό στον κάτω κόσμο.
Κι αν κοιτάξεις προσεχτικά, θα δεις τις Μοίρες από πάνω να κλώθουν για τον καθένα στο αδράχτι, από το οποίο τυχαίνει να κρέμονται όλοι με λεπτά νήματα.
Τα βλέπεις που κατεβαίνουν σαν νήματα αράχνης από τα αδράχτια στον καθένα;
Μέρος Α’:http://www.lecturesbureau.gr/1/charon-or-observers-part-a-1155/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/charon-or-observers-part-c-1157/
Σάτιρα θανάτου
και κάτω κόσμου
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ